Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

Άτομα με αναπηρία στα βιβλία για παιδιά και νέους: από την δαιμονοποίηση στην αποδοχή



(από τον ιστότοπο elniplex)
       "Η πρώτη επαφή όλων μας είναι τα λαϊκά παραμύθια, αυτή η μεγάλη πόρτα στη λαϊκή μας παράδοση. Αν, όμως, κοιτάξει κανείς λίγο καλύτερα μέσα σε αυτά, θα δει ότι οι ήρωες με αναπηρία είτε απουσιάζουν, είτε, όταν εμφανίζονται, αντιμετωπίζονται χλευαστικά, απαξιωτικά, καθώς για αιώνες τα άτομα με αναπηρία θεωρήθηκαν στην λαϊκή κουλτούρα, άτομα κατώτερα, διαβολικά, στην καλύτερη περίπτωση ειδικών δυνατοτήτων, αναγκών, απαιτήσεων. Αυτή η δαιμονοποίηση της εξωτερικής εμφάνισης των ανθρώπων, της παρεκκλίνουσας εμφάνισής τους από το αποδεκτό πρότυπο, οδήγησε στην απομόνωση, στην απουσία οποιασδήποτε πρωτοβουλίας βοήθειας, ένταξης, συμμετοχής τους στον οικογενειακό και κοινωνικό βίο. Μάλιστα συχνά ο σωματικά αποκλίνων ή ανάπηρος συχνά ήταν ο αρνητικός ήρωας μιας ιστορίας, κάποιος κουτοπόνηρος, τυχοδιώκτης ή χαμηλών ηθικών αξιών άνθρωπος.
Μα και πέρα από τα λαϊκά παραμύθια, τα πράγματα δεν ήταν και πολύ καλύτερα. Μόνο μετά τη δεκαετία του 60′ τα πράγματα άρχισαν -στο εξωτερικό ασφαλώς- να αλλάζουν κατεύθυνση, χάρη στις φωνές φωτισμένων δασκάλων που έφτασαν στα αυτιά μερίδας της κοινωνίας και των δημιουργών. Οι νέοι δημιουργοί που μπήκαν στο χώρο του παιδικού βιβλίου μετά το 1950-55 σε δυτική Ευρώπη, βόρεια Αμερική και Αυστραλία, παράγοντας συνολικά πιο προσεγμένα και πιο προοδευτικά βιβλία, άρχισαν να ρίχνουν κλεφτές ματιές στα άτομα με αναπηρία, άλλοτε τοποθετώντας τα στον κεντρικό άξονα μιας ιστορίας, άλλοτε στο περιθώριό της, αλλά σίγουρα αντιμετωπίζοντάς τα πια με μεγαλύτερο σεβασμό, προσοχή και προσεγγίσεις που έφευγαν από τις πεπαλαιωμένες αντιλήψεις του πρόσφατου παρελθόντος." (συνεχίστε την ανάγνωση εδώ: Άτομα με αναπηρία στα βιβλία για παιδιά και νέους: από την δαιμονοποίηση στην αποδοχή )

"Στην Ελλάδα το πράγμα άργησε να μπει στο δρόμο της εξέλιξης των επιστημονικών θεωριών αλλά και της ίδιας της ζωής. [...]
Υπάρχει, ωστόσο, μόνο του, πρωτοπόρο και ξεχασμένο, εκείνο Το Γούτου Γουπατού, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1899) με τα πολλαπλά επίπεδα ερμηνείας." 

Μπορείτε να διαβάσετε το διήγημα του Παπαδιαμάντη εδώ: Γούτου Γουπατού (σελ. 183)

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Νίκος Εγγονόπουλος, "Ο Καραγκιόζης. Ένα ελληνικό θέατρο σκιών"

       Στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β' Γυμνασίου περιλαμβάνεται το κείμενο του Νίκου Εγγονόπουλου "Ο Καραγκιόζης. Ένα ελληνικό θέατρο σκιών". Το μικρό δοκίμιο , που ο υπερρεαλιστής ποιητής και ζωγράφος έγραψε το 1969, έχει ως θέμα του την καταγωγή και τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού θεάτρου σκιών. Στο απόσπασμα ο συγγραφέας εξετάζει κατ' αρχάς τις πιθανές επιδράσεις που δέχτηκε ο Καραγκιόζης από χώρες της Ανατολής, συγκρίνοντας κυρίως το ελληνικό με το τουρκικό θέατρο σκιών. Κατόπιν αναφέρεται στη θεματολογία, τους ήρωες και τον τρόπο της παράστασης του ελληνικού Καραγκιόζη, τον οποίο θεωρεί αντιπροσωπευτικό και γνήσιο εκπρόσωπο της ελληνικής λαϊκής ψυχής.

       Οι παρακάτω διαφάνειες μπορούν να αξιοποιηθούν συνοδευτικά στη διδασκαλία του κειμένου. 


               

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018

Πρώτο βραβείο για το Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας

       Το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό Museums in Short 2018 απέσπασε το βίντεο του Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας με τίτλο: "Tracing the footsteps of human society" («Εντοπίζοντας τα ίχνη της ανθρώπινης κοινωνίας») στην κατηγορία "Promotional". Σαράντα εννιά μουσεία είκοσι ευρωπαϊκών χωρών συμμετείχαν στον διαγωνισμό που αφορά την παραγωγή σύντομων βίντεο από και για μουσεία. Η επιτροπή, αποτελούμενη από επαγγελματίες μουσείων, ΜΜΕ και βίντεο, επέλεξε δώδεκα φιναλίστ, που κατανεμήθηκαν σε τρεις κατηγορίες, οι οποίες αφορούσαν την προώθηση (promotional), τα εκθέματα (exhibits) και το αφήγημα (storytelling).
       Αξίζει να σημειωθεί ότι η χώρα μας σημείωσε και δεύτερη επιτυχία στον διαγωνισμό, καθώς το animation φιλμ από το Αρχαιολογικό Μουσείο Κυθήρων "I am the Leon of Kythera" («Είμαι ο Λέων των Κυθήρων») πήρε την πρώτη θέση στις προτιμήσεις του κοινού, μετά την ηλεκτρονική ψηφοφορία που πραγματοποιήθηκε στην πλατφόρμα του ευρωπαϊκού διαγωνισμού.
       Ως προς τους άλλους νικητές, στην κατηγορία των εκθεμάτων το πρώτο βραβείο Museums in Short απέσπασε το Μουσείο Βαν Γκογκ από το Άμστερνταμ (Ολλανδία) με το φιλμ «Seeing with a Japanese Eye» («Βλέποντας με μία ιαπωνική ματιά»), ενώ στην κατηγορία του αφηγήματος το βραβείο πήγε στο βίντεο «Rural Worlds» («Αγροτικοί Κόσμοι») που εκπροσώπησε το Μουσείο Πολιτισμών της Ευρώπης και της Μεσογείου (MUSEUM) από τη Μασσαλία (Γαλλία).


Δείτε το βίντεο του Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας:

 
 Κι εδώ ο "Λέων των Κυθήρων":


Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

Εισαγωγή στη Δραματική Ποίηση (Γ' Γυμνασίου)

       Σύμφωνα με τις σχετικές οδηγίες, ως εισαγωγή στη Δραματική Ποίηση της Γ' Γυμνασίου αξιοποιείται αφενός η ενότητα «Δραματική Ποίηση» από το κεφάλαιο «Δεύτερη περίοδος: Αττική ή Κλασική» του σχολικού εγχειριδίου Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας Α΄, Β΄, Γ΄ Γυμνασίου και αφετέρου η Εισαγωγή του σχολικού εγχειριδίου Δραματική Ποίηση. Ευριπίδη Ελένη. Παρακάτω ακολουθεί μια συνοπτική παρουσίαση αυτής της εισαγωγής με τη χρήση διαφανειών. 


Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Άλκη Ζέη, Ένας δάσκαλος φέρνει την άνοιξη

       Όταν ήμουνα μικρή, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, τα σχολεία άνοιγαν την πρώτη Οκτωβρίου.
       Τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη που γυρίζαμε από την εξοχή περίμενα με ανυπομονησία ν' αρχίσει το σχολείο. Το αγαπούσα πολύ. Η μυρωδιά των καινούργιων βιβλίων, η διαδικασία του ντυσίματος με μπλε κόλλα και η άσπρη ετικέτα που κολλούσαμε για να γράψουμε όσο πιο καλλιγραφικά μπορούσαμε τον τίτλο του βιβλίου και το όνομά μας. Θυμάμαι με τι καμάρι έγραφα... Κοσμά και Δαμιανού, Κύρου Ανάβασις, της μαθητρίας Α΄γυμνασίου 'Αλκης Ζέη. Δεν το πίστευα πως θα πήγαινα στο γυμνάσιο. 'Ασε που νόμιζα πως ο Κοσμάς και Δαμιανός είχανε γράψει την Κύρου Ανάβαση!
       Στο γυμνάσιο! Ένιωθα μεγάλη πιά. Η αδελφή μου που ήδη πήγαινε στο γυμνάσιο, μου έλεγε με πολλή περηφάνεια πως είχανε πολλούς καθηγητές, έναν για κάθε μάθημα κι όχι μια δασκάλα για όλα όπως στο δημοτικό.
        Εκεί, στην πρώτη γυμνασίου εκτός από τα τόσα θαυμαστά που συνέβαιναν γνώρισα και τη Ζώρζ Σαρή που γίναμε φίλες για μια ολόκληρη ζωή.
       Το ίδιο το σχολείο που πήγαινα δεν το αγαπούσα. Η διευθύντρια ήτανε θαυμάστρια του Μεταξά και σε όλες τις τάξεις πλάι στον Χριστό κρεμόταν μια μεγάλη φωτογραφία του, που μας κοίταζε με γουρλωμένα μάτια μέσα από τα τεράστια γυαλιά του. Όμως, μαζί με τη Ζωρζ κι άλλα τρία κορίτσια είχαμε κάνει μια τόσο στενή παρέα που τίποτε δεν μπορούσε να τη διαλύσει. Ούτε καν ότι η Ζωρζ αγαπούσε τον Μεταξά γιατί της άρεσε η στολή νεολαίας και τα χρυσά αστέρια που της είχανε κολλήσει στους ώμους. Ήτανε πολύ όμορφη η Ζωρζ, είχε μια δυνατή φωνή και πολύ θάρρος. Έπαιρνε μέρος σε όλες τις γιορτές του σχολείου και πότε παρίστανε τον Ρήγα Φερραίο και πότε τον Ερμή. Με προστάτευε από τα μαλώματα της διευθύντριας επειδή στις εκθέσεις έγραφα τα δικά μου κι όχι τις τυποποιημένες φράσεις που μας έλεγε εκείνη σχετικά με την αποταμίευση και την αστυφιλία και άλλα τέτοια συγκλονιστικά.
       Μια μικρή παρένθεση. Στην κατοχή η Ζωρζ ξέχασε τα χρυσά αστέρια, τον Μεταξά και τους βασιλιάδες και είμασταν μαζί στην Αντίσταση.
       Είχαμε δύο καθηγήτριες, μια στα Αρχαία και μια στα Νέα Ελληνικά, που τις λατρεύαμε κι εύρισκαν τον μπελά τους από τη διευθύντρια γιατί μας φέρονταν φιλικά και δεν μας κρατούσαν σε απόσταση. Ώσπου τη μια, την πιο νέα, την έδιωξε γιατί μας υπερασπίστηκε όταν εκείνη μας κατσάδιασε άδικα. Παρ' όλα αυτά το αγαπούσαμε το σχολείο επειδή η φιλία μας ήταν τόσο δυνατή που δεν την αλλάζαμε με τίποτα.
       Όταν οι γονείς μας, που ήταν πολύ δημοκρατικοί, θέλησαν να μας αλλάξουν σχολείο. Και σε μια διαφωνία με τη διευθύντρια μάς πήραν στη μέση της χρονιάς για να πάμε στη σχολή Αηδονοπούλου που για κείνα τα χρόνια ήταν -μα ακόμα και για σήμερα μπορούσε να είναι - ένα προοδευτικό, ελεύθερο σχολείο.
       Η απελπισία μου δεν περιγράφεται. Είπα πως άρχιζε η πιο δυστυχισμένη μέρα της ζωής μου.'Αφηνα τις φίλες μου που για μένα, ακόμα και τώρα, η φιλία είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στη ζωή μου.
       Πήγα με κατεβασμένα μούτρα, το σχολείο όμως εκείνο δεν ήθελε κανένα παιδί που να μην χαμογελάει. Σ' έσπρωχναν να κάνεις κάτι που αγαπούσες, να ζωγραφίσεις, να παίξεις θέατρο, κουκλοθέατρο να γράψεις. Εκεί έμαθα πως μ'αρέσει να γράφω. Την πρώτη έκθεση που έγραψα χωρίς τον φόβο της διευθύντριας του άλλου σχολείου την δημοσίευσαν στο περιοδικό του σχολείου. Κι ύστερα, μια επιτροπή από τις μεγάλες μαθήτριες που έβγαζαν μια φορά τη βδομάδα την εφημερίδα του τοίχου- την κολλούσαν στον τοίχο στους διαδρόμους του σχολείου-, μου ανέθεσαν να γράψω το χρονογράφημα γιατί βρήκαν από την πρώτη εκείνη έκθεση που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό πως είχα χιούμορ. Έγραψα το πρώτο χρονοράφημα κι από τότε το έγραφα σχεδόν κάθε βδομάδα ώσπου τελείωσα το σχολείο. Δεν ξέρω αν θα γινόμουν συγγραφέας, αν δεν είχα αλλάξει σχολείο.
       Έκανα καινούριες φίλες χωρίς όμως να ξεχάσω τις παλιές που κάθε μεσημέρι όταν σχολούσαμε με περίμεναν στη γωνιά ενός δρόμου ν'αγκαλιαστούμε και να πούμε τα νέα μας.


        Ήρθε ο πόλεμος. Ήτανε μια Δευτέρα και η πιο μεγάλη μου λύπη ήτανε ότι έκλεισε το σχολείο. Κι αργότερα, στην κατοχή, το σχολείο ήτανε σαν ένας φωτεινός φάρος μέσα στη μαυρίλα. Ας συναντούσαμε στο δρόμο ανθρώπους σωριασμένους κάτω από την πείνα, ας βλέπαμε άλλους να ψάχνουν στα σκουπίδια για να βρουν κάτι να φάνε, κι ας είχαμε δεί ένα πρωί δυο κρεμασμένους από ένα φανάρι της πλατείας. Μόλις έκλεινε η πόρτα του σχολείου τα ξεχνούσαμε όλα, κι οι δάσκαλοί μας αδυνατισμένοι από την πείνα, με το κολάρο του πουκαμίσου τους να χάσκει στον λαιμό, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ξεχνάμε τη φρίκη και να έχουμε ενδιαφέρον για τη ζωή.
       Παρ' όλο που το σχολείο μας το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και στριμωχτήκαμε σε ένα άλλο κτήριο τρείς τρείς στα θρανία, τότε κάναμε τις παραστάσεις του κουκλοθέατρου που εγώ έγραφα τα έργα, άλλες έπαιζαν τους ρόλους κι άλλες έφτιαχναν σκηνικά και κοστούμια.Δουλεύαμε με πάθος, τα ξεχνούσαμε όλα.Κι αυτό, το οφείλαμε στην καθηγήτρια των τεχνικών, την Ελένη Περράκη, που κράτησε μετά την κατοχή για ολόκληρα τριάντα χρόνια το κουκλοθέατρο με το όνομα «Μπάρμπα Μητούσης». Τότε που ήταν σχεδόν το μοναδικό θέαμα για παιδιά.
       Και δεν ήτανε μόνο αυτή. Ο καθηγητής των αρχαίων ελληνικών ο Μιχάλης Αναστασίου-ξαδελφος του Καζαντζάκη- δεν μας άφηνε μόνο με τα εις μι ρήματα και δυο σελίδες από την Αντιγόνη να μάθουμε απ' έξω. Μας διάβαζε από μετάφραση όλη την τραγωδία και ξέκλεβε λίγη ώρα πριν χτυπήσει το κουδούνι για να μας διαβάσει τη μεγάλη του αγάπη, τον Πέρ Γκυντ του Ίψεν.
       Οι δάσκαλοι, αυτοί είναι το παν για το σχολείο. Τώρα περιμένω με ανυπομονησία να χτυπήσει το πρώτο κουδούνι για ν' αρχίσω να επισκέπτομαι τα σχολεία, όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σε όλη την Ελλάδα, να κουβεντιάσω με τα παιδιά.
       Kι όλα αυτά τα χρόνια που πηγαίνω από σχολείο σε σχολείο, κατέληξα στο συμπέρασμα πως όλα εξαρτώνται από τον δάσκαλο. Είτε το σχολείο βρίσκεται σε μεγάλη πόλη είτε σε μικρή ή και σε χωριό ακόμα, εντυπωσιάζομαι από τα παιδιά που κάνουν τόσα δημιουργικά πράγματα, που ξέρουν να συνομιλούν κι έχουν διαβάσει τόσα βιβλία που απορείς πώς βρίσκουν τον χρόνο. Κι όλα αυτά γιατί υπάρχει ένας δάσκαλος που κλέβει ώρες από μαθήματα και από τη ζωή του για να κάνει τα παιδιά -δύσκολο πράγμα σήμερα -να αγαπήσουν το βιβλίο και να ξεφύγουν από το βαρετό πρόγραμμα του σχολείου .Τους θαυμάζω αυτούς τους δασκάλους.Μέσα στις δύσκολες και άχαρες μέρες που ζούμε, αυτοί είναι μια αχτίδα ελπίδας. Σ΄ένα νησί, είχα επισκεφτεί ένα σχολείο, την έκτη τάξη Δημοτικού. Και τι δεν έκαναν αυτά τα παιδιά. Έπαιζαν σκηνές ολόκληρες από τα βιβλία μου, είχαν γράψει δικές τους σκέψεις, ως και τραγούδια είχαν γράψει σχετικά με τα βιβλία, τα τραγουδούσε μια μικρή χορωδία που μαέστρος ήταν ο δάσκαλος.
Ένας πολύ χαρούμενος δάσκαλος με ολοφάνερη την αγάπη του για τα παιδιά. Πριν αποχαιρετήσω τα παιδιά τα συγχάρηκα για τη δουλειά που είχανε κάνει μα είπα ακόμα πως τους συγχαίρω και για τον εξαίσιο δάσκαλό τους .Τότε σηκώθηκε ένα αγόρι και μου λέει: Μας άξιζε όμως. Όταν βγήκαμε από την τάξη ρώτησα το παιδί. Γιατί είπες πως σας άξιζε ένας τέτοιος δάσκαλος; Και τότε εκείνο, μου διηγήθηκε μια απίστευτη ιστορία. Από την αρχή του χρόνου ως τις γιορτές, είχαν έναν δάσκαλο που φοβόταν τα μικρόβια, δεν άγγιζε την κιμωλία να γράψει στο πίνακα, ούτε τα τετράδιά τους, κι έβαζε τα ίδια τα παιδιά να γυρίζουν τα φύλλα κι αν κάποιο τον άγγιζε κατά λάθος, έβαζε τις φωνές κι έφευγε από την τάξη. Τα παιδιά είχαν πέσει όλα σε κατάθλιψη κι όταν ήρθε ο καινούργιος δάσκαλος, έκανε μέσα σ' ένα μήνα όλη την τάξη χαρούμενη και τα παιδιά με χαρά έκαναν χίλια δυο πράγματα μαζί του.
       Ας αλλάζουν οι υπουργοί Παιδείας, ας αλλάζουν κάθε τόσο τους νόμους. Όταν υπάρχει ένας δάσκαλος με όρεξη και κέφι, τα παιδιά αποκτούν κι' αυτά όρεξη και κέφι για δουλειά. Είτε σε καινούριο σχολείο βρίσκονται είτε σε λυόμενο ή σε τάξεις με ξεχαρβαλωμένα θρανία. Βλέπεις τα μάτια τους να λάμπουν.
       Δεν θ' άξιζε λοιπόν ένα φωτοστέφανο για τον δάσκαλο; 'Αραγε θα βρεθεί ποτέ χέρι να του το φορέσει;



Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

Το ποίημα της ημέρας: Ανδρέας Εμπειρίκος, Αρχάγγελος τον Σεπτέμβριο βοών μέσα στην πλάση (απόσπασμα)

Τις μέρες τις γλυκιές του Σεπτεμβρίου, όταν δεν έχει ακόμη βρέξει και είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό και η γεύσις των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή, όταν στους κήπους σκάνε τα ρόδια, και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες των λουλουδιών, και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι οι ιβίσκοι, όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί που στων νυμφών κτυπούν τις θύρες, τότε, σαν να ‘ναι πάντα καλοκαίρι (γιατί όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος) αναγαλλιάζουν οι ψυχές, και ο Έρωτας, ο πιο ξανθός αρχάγγελος του Παραδείσου, βοά και λέγει στο κάθε που άγγιξε κορμί:
Τα ρούχα πέτα, γδύσου.
Τίποτε μη φοβάσαι.
Έαρ, χειμώνας, θέρος-
όπου κι αν είσαι-
είναι η ρομφαία μου μαζί σου.

Γιάννης Τσαρούχης, Σεπτέμβρης

Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

Νίκος Εγγονόπουλος, ΝΕΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ ΣΤΙΣ 19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ 1936 ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΑΝΤΑΚΙ ΤΟΥ ΚΑΜΙΝΟ ΝΤΕ ΛΑ ΦΟΥΕΝΤΕ

Νίκος Εγγονόπουλος, Εμφύλιος πόλεμος (Ελαιογραφία, 1949)


 ...una accion vil y disgraciado.


η τέχνη κι’ η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε

περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ’ όλους αυτούς τους θόρυβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι’ αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορρίζικου του Λόρκα
υπό των φασιστών

μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει
πως
από καιρό τώρα
― και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα ―
είθισται
να δολοφονούν
τους ποιητάς

Νίκος Εγγονόπουλος, Ἐν ἀνθηρῷ Ἕλληνι λόγῳ, 1957

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

Τάκης Παπατσώνης, Ρεμβασμός Δεκαπενταύγουστου

Κολάζ του Οδυσσέα Ελύτη

 Άλαλα τα χείλη των όσων δεν κοπιάσαν
για ν’ ακουμπήσουν τα ξαναμμένα κεφάλια τους
στα γόνατά σου τα μητρικά, που καταλύουν το μαύρο πάθος.
Άλαλα τα χείλη των όσων δεν διακρίναν, πως
συντρίβεις με το πόδι σου και συνθλάς την κεφαλή
του πανάρχαιου δράκοντα, που κέρδισε παίζοντας
κι’ ύστερα τόχασε το μήλο. Άλαλα τα χείλη
των όσων δεν ποθήσαν το ξαπόσταμα της αρμογής
και την ασφάλεια, το απάγγειασμα της νηνεμίας.

 
Είσαι ένα λιμανάκι ελληνικού νησιού όλο κατάρτια
περήφανα υψωμένα· φτωχά καΐκια αραγμένα,
φτωχά, αλλά που γνωρίσαν την αντάρα και την τρομάρα,
που φορτωθήκαν μόχθο και μεταφέραν πλούτος.


Είσαι άσπρο ελληνικό ερημοκκλήσι δαρμένο
από την αντηλιά. Γύρω-γύρω αμπέλια, μποστάνια,
καρποφόρες συκιές και κάπου κάπου μοναχική
και κάποια ελιά. Χρυσοφρυγανισμένα τα χορτάρια
αχνίζουνε, άχυρο πια· κι’ αντίς γι’ αγγέλους, τα τζιτζίκια,
σου κανοναρχούνε το κάθε απομεσήμερο έως αργά
με το δικό τους τρόπο τον Παρακλητικό Κανόνα.


Αναστραμμένο σου θρονί, όλο αυτό το γαλάζιο
ενός απλού ουρανού, που πάλαι γίνηκε το Μέτρο των Δωριέων
και που αναπαύεται στεριωμένος στα χρυσάφια
του ευλογημένου μας πελάγους.


Άλαλα τα χείλη τους – και τι μπορούν ν’ αρθρώσουν,
που τη φωνή τους κουκουλώνει η τύρβη μερονυχτίς,
ενώ σειέται απ’ τις βουές ο Μέγιστος Ιππόδρομος
και πλημμυράει απ’ τα αίματα των Μαρτύρων
κι’ απ’ τη μανία των Μονομάχων.


Αυτό το αίμα είναι που βοά, αυτό είναι που ρυπαίνει.

Εδώ χρειάζεται η βακτηρία του γίγαντα Ασκητή
του λευκοπώγωνα να επιβληθεί να τους σκορπίσει,
όλους τους ίππους και τους αναβάτες τους.


Εδώ χρειάζεται κοντύλι του Ζωγράφου, στη μοναξιά,
στην προσευχή και στην προσήλωση, με τα ζωογόνα
τα χρώματα τα πρώτα να ξαναγαλουχήσει
το βρέφος-Θεό, να ξαναγράψει τις πληγές της Αγάπης,
να ξαναδροσίσει τη ρίζα τη συμπονετική,
ν’ αποδείξει τι απέραντη είναι η αγκαλιά της μητέρας,
να συναθροίσει πάλι εκ περάτων όλους εκείνους,
που με σέβας πολύ θα σταυρώσουν τα χέρια της Κόρης
με συνοδεία των αγγέλων, με ηχητικές αρμονίες
και θα ενεργήσουν όπως αξίζει την ταφή της,
ανοίγοντας το δρόμο για την καθέδρα τ’ ουρανού,
όπου η αδιάκοπη Παράκληση. Ενώ τα δέντρα
τα ευσκιόφυλλα στη λιτάνευση, καθώς το Σώμα
περνάει της Βασίλισσας, ριγούντα και φρίττοντα,
θα συγκλίνουν για προσκύνηση σκορπώντας
τη δροσιά τους με το ανέμισμα, ριπίδια της λατρείας,
αναστυλώνοντας όσους μαραίνονται κι’ ασθμαίνουν
στις τροπικές τις λαύρες του καλοκαιριού μας,
μισοκαμένες θημωνιές κοντά στο αλώνι,
καπνοί, που διαλύουν
τις αυγουστιάτικες τις αμαρτίες μας.


Τότε μονάχα τ’ άλαλα τα χείλη,
ίσως ερθεί στιγμή
και λαλήσουν.


Τάκης Παπατσώνης, Εκλογή Β', 1962

Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Η νουβέλα της ημέρας: Thomas Mann, Τόνιο Κρέγκερ (απόσπασμα)


Ήταν γεγονός πως ο Τόνιο αγαπούσε τον Χανς Χάνσεν και είχε κιόλας υποφέρει πολύ εξαιτίας του. Εκείνος που αγαπάει περισσότερο είναι κι ο ηττημένος, εκείνος που πάντοτε υποφέρει – αυτό το απλό και σκληρό μάθημα το είχε πάρει κιόλας απ’ τη ζωή η δεκατετράχρονη ψυχή του. Κι ήταν στο χαρακτήρα του να σημειώνει τέτοιου είδους εμπειρίες, να τις κρατάει μέσα στο μυαλό του, πράγμα που ως ένα σημείο του έδινε ικανοποίηση, χωρίς φυσικά να τις χρησιμοποιεί ποτέ για τον εαυτό του. Συνέβαινε ακόμα να δίνει μεγαλύτερη σημασία σ’ αυτά τα μαθήματα, από κείνα που έπρεπε να μαθαίνει στο σχολείο, όπου την ώρα της διδασκαλίας μέσα στις θολωτές, γοτθικές τάξεις ανέλυε τις περισσότερες φορές τις σκέψεις του, προσπαθώντας να νιώσει την ουσία όλων αυτών ως το βάθος. Αυτή η απασχόληση του έδινε την ίδια ευχαρίστηση, όπως όταν έπαιζε βιολί –γιατί έπαιζε βιολί– τριγυρνώντας μέσα στο δωμάτιό του, και προσπαθούσε να βγάζει ήχους όσο γινόταν πιο απαλούς, αφήνοντάς τους ν’ ανακατεύονται με το πλατάγισμα του νερού, που τιναζόταν χορεύοντας πέρα στο σιντριβάνι του κήπου, κάτω απ’ τα κλαδιά της γέρικης καρυδιάς…
Το σιντριβάνι, η γέρικη καρυδιά, το βιολί του, και κει μακριά η θάλασσα, η Βαλτική, που τα θερινά όνειρά της μπορούσε ν’ αφουγκράζεται στις διακοπές του, αυτά ήταν τα πράγματα που αγαπούσε περισσότερο και που κατά κάποιο τρόπο αποτελούσαν το περιβάλλον, όπου διαδραματιζόταν η εσωτερική του ζωή, πράγματα που μονάχα με στίχους θα ήταν δυνατό να εκφραστούν και που ξανάρχονταν πάντοτε στα ποιήματα που έγραφε ο Τόνιο Κρέγκερ. […]
Αυτός ο τρόπος να παρατηρεί τον εαυτό του και τη σχέση του με τη ζωή, έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην αγάπη του για τον Χανς Χάνσεν. Τον αγαπούσε πρώτ’ απ’ όλα γιατί ήταν ωραίος· κι ακόμα, γιατί ήταν σ’ όλα τα σημεία αλλιώτικος απ’ αυτόν. Ο Χανς Χάνσεν ήταν άριστος μαθητής κι ευχάριστος σύντροφος· έκανε ιππασία, γυμναστική, κολύμπι και τον συμπαθούσαν όλοι ανεξαιρέτως. Οι δάσκαλοι του φερόντουσαν σχεδόν με τρυφερότητα, τον φώναζαν με το μικρό του όνομα και τον υποστήριζαν με κάθε τρόπο, οι φίλοι του επιδίωκαν την εύνοιά του και στο δρόμο τον σταματούσαν κυρίες και κύριοι, που τού ’λεγαν πιάνοντας τ’ ολόξανθο τσουλούφι του, που κρεμόταν κάτω απ’ το ναυτικό δανέζικο κασκέτο: «Καλημέρα Χανς Χάνσεν με τ’ όμορφο τσουλούφι! Είσαι ακόμα πρώτος στην τάξη σου; Δώσε χαιρετίσματα στον μπαμπά και στη μαμά σου καλό μου παιδί…».
Αυτός ήταν ο Χανς Χάνσεν κι από τότε που τον γνώρισε ο Τόνιο Κρέγκερ, τον κυρίεψε μια επιθυμία που τού ’καιγε το στήθος. Ποιος έχει τόσο γαλάζια μάτια, σκεφτόταν, και ζει τόσο βολεμένος, έχοντας τέτοιες σχέσεις μ’ όλο τον κόσμο όπως εσύ! Ασχολείσαι πάντοτε με πράγματα που όλοι παραδέχονται κι εκτιμούν. Μόλις τελειώνεις τα διαβάσματά σου, παίρνεις μαθήματα ιππασίας ή δουλεύεις με το πριόνι, και στις διακοπές στη θάλασσα κάνεις κωπηλασία, ιστιοπλοΐα, κολύμπι, την ώρα που εγώ ξαπλώνω βαριεστημένος και χαμένος στην άμμο, παρατηρώντας τη μυστήρια παντομίμα που διαπερνά την επιφάνεια του νερού. Γι’ αυτό όμως και τα μάτια σου είναι τόσο φωτεινά! Αχ νά ’μουνα όπως εσύ…  Δεν κατέβαλε παρ’ όλ’ αυτά καμιά προσπάθεια να γίνει όπως ο Χανς Χάνσεν, κι ίσως να μην ένιωθε στα σοβαρά μια τέτοια επιθυμία. Αλλά υπέφερε απ’ τη λαχτάρα ν’ αγαπηθεί από κείνον έτσι όπως ήταν, επιζητώντας με τον τρόπο του αυτή την αγάπη, μ’ έναν τρόπο που τον χαρακτήριζε μια αργή, εσωτερική, γεμάτη από ανάγκη για δόσιμο, τυραννική θλίψη, που πάντοτε καίει πιο βαθιά και φθείρει περισσότερο απ’ την παραφορά2 που θα περίμενε κανείς πως θα ’δειχνε, κρίνοντας απ’ το παρουσιαστικό του.
Και οι προσπάθειές του δεν πήγαν τελείως χαμένες, γιατί ο Χανς, που άλλωστε εκτιμούσε σ’ αυτόν κάποια υπεροχή, επειδή ο Τόνιο είχε την ευχέρεια να διατυπώνει δύσκολες έννοιες, καταλάβαινε πολύ καλά πως εδώ υπήρχε ζωντανό, ένα ασυνήθιστα ισχυρό και τρυφερό αίσθημα κι έδειχνε ευγνωμοσύνη γι’ αυτό, ανταποδίδοντάς του λίγη ευτυχία με την ευγενική του συμπεριφορά, προξενώντας του όμως απ’ την άλλη πολλές στενοχώριες εξαιτίας της ζήλειας, της απογοήτευσης και της μάταιης προσπάθειας του Τόνιο να πετύχει μαζί του κάποια πνευματική επαφή. Γιατί συνέβαινε το εξής περίεργο, ότι δηλαδή ο Τόνιο, που φθονούσε τον Χανς Χάνσεν γι’ αυτό που ήταν, προσπαθούσε συνεχώς να τον φέρει προς τη δική του μεριά, πράγμα που κατάφερνε για λίγες στιγμές το πολύ, αλλά και τότε μόνο επιφανειακά. […]
Η ξανθιά Ίνγκε, η Ίνγκεμποργκ Χολμ, η κόρη του γιατρού Χολμ, που έμενε στην Αγορά, εκεί όπου ορθωνόταν η πολύπτυχη, ψηλή, μυτερή, γοτθική κρήνη,3 αυτή ήταν που αγαπούσε ο Τόνιο Κρέγκερ, όταν ήταν δεκάξι χρονώ.
Πώς είχε συμβεί αυτό; Την είχε συναντήσει χιλιάδες φορές· όμως μια βραδιά, την είδε κάτω από έναν ορισμένο φωτισμό, να συζητάει με μια φίλη της, χαμογελώντας μ’ έναν ορισμένο αλαζονικό τρόπο, γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι, να σιάχνει τα μαλλιά της στο σβέρκο, σηκώνοντας μ’ έναν ορισμένο τρόπο το όχι ιδιαίτερα μικρό, όχι ιδιαίτερα φίνο κοριτσίστικο χέρι της, κάνοντας το τούλινο μανίκι της να γλιστράει πάνω απ’ τον αγκώνα, την άκουσε να τονίζει μ’ έναν ορισμένο τρόπο μια λέξη, δίνοντας στη φωνή της ένα ζεστό τόνο. Κι ένας ενθουσιασμός γέμισε την καρδιά του, πολύ μεγαλύτερος από κείνον που τον πλημμύριζε πότε πότε κοιτάζοντας τον Χανς Χάνσεν, τότε που ήταν ακόμα ένα μικρό κουτό αγόρι.
Αυτό το βράδυ πήρε μαζί του την εικόνα της, με τη χοντρή ξανθιά πλεξίδα, τα μακρόστενα, σχιστά, γελαστά, γαλανά μάτια, και το τρυφερό αχνό διάσελο4 από φακίδες πάνω στη μύτη της, κι ήταν αδύνατο να κοιμηθεί, γιατί άκουγε τον ήχο της φωνής της, προσπαθούσε σιγανά να μιμηθεί τον τρόπο που είχε τονίσει εκείνη την αδιάφορη λέξη και τον έπιανε ρίγος. Η πείρα τον είχε διδάξει ότι αυτό ήταν έρωτας. Όμως παρόλο που γνώριζε πολύ καλά πως αυτό θα του προξενούσε πολύ πόνο, εξευτελισμούς και ταλαιπωρίες, καταστρέφοντας τη γαλήνη του και ξεχειλίζοντας την καρδιά του με μελωδίες, χωρίς να τον αφήνει να ολοκληρώσει ήρεμος κι απερίσπαστος κάτι δημιουργικό, τον δέχτηκε με χαρά, αφέθηκε να τον παρασύρει τελείως, δίνοντας την ψυχή του ολόκληρη, γιατί ήξερε πως αυτός πλουτίζει και ζωντανεύει κι ένιωθε την επιθυμία να είναι πλούσιος και ζωντανός παρά να ολοκληρώνει απερίσπαστος κάτι δημιουργικό. […]
Πιστός! Σκέφτηκε ο Τόνιο Κρέγκερ. Θέλω να σου μείνω πιστός και να σ’ αγαπώ Ίνγκεμποργκ, όσο θα ζω! Τόσο καλοπροαίρετος ήταν. Κι όμως, ψιθύριζε μέσα του ένας μικρός, πένθιμος φόβος, έχεις ξεχάσει τελείως τον Χανς Χάνσεν, αν και τον βλέπεις καθημερινά. Κι αυτό ήταν το θλιβερό και το άσχημο, ότι αυτή η σιγανή και λίγο μοχθηρή φωνή αποδείκνυε ότι ο καιρός περνάει κι ότι θά ’ρχονταν μέρες που ο Τόνιο Κρέγκερ δε θά ’ταν και τόσο πρόθυμος να πεθάνει οπωσδήποτε όπως άλλοτε για την εύθυμη Ίνγκε, γιατί ένιωθε μέσα του ορμητικές δυνάμεις για ένα σωρό αξιοσημείωτα πράγματα που θά ’θελε με τον τρόπο του να κάνει σ’ αυτό τον κόσμο.

Τόμας Μαν, Τόνιο Κρέγκερ, μτφρ. Αλέξανδρος Ίσαρης, Ύψιλον, Αθήνα 1985.

Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

Τα διηγήματα της ημέρας: Franz Kafka, "Η γέφυρα", "Η αλήθεια σχετικά με τον Σάντσο Πάντσα"

Franz Kafka, (Πράγα, 3 Ιουλίου 1883 – Κλοστερνμπουργκ, (Αυστρία) 3 Ιουνίου 1924)


 Η γέφυρα

       Ήμουν άκαμπτη και ψυχρή, ήμουν μια γέφυρα, απλωνόμουν πάνω από έναν γκρεμό, από κει μπηγμένες οι μύτες των ποδιών από δω τα χέρια, είχα γαντζωθεί με τα δόντια από το χώμα που θρυμματιζόταν. Οι άκρες από το πανωφόρι μου ανέμιζαν δεξιά κι αριστερά. Στο βάθος θορυβούσε το παγωμένο ποτάμι με τις πέστροφες. Κανένας διαβάτης δεν έφτανε στα απρόσιτα αυτά υψόμετρα, η γέφυρα δεν ήταν ακόμα καταχωρημένη στους χάρτες. Έτσι απλωμένη περίμενα - έπρεπε να περιμένω: μια γέφυρα, έτσι και κτιστεί, δεν μπορεί να πάψει να είναι γέφυρα, εκτός κι αν γκρεμιστεί. Μια φορά, προς το βράδυ, ήταν το πρώτο ήταν το χιλιοστό, δεν ξέρω, ένα κουβάρι οι σκέψεις μου, κλωθογύριζαν διαρκώς - προς το βράδυ το καλοκαίρι, πιο σκοτεινό το βουητό του νερού, άκουσα το βήμα ενός άντρα. Έλα σε μένα, έλα σε μένα. Τεντώσου γέφυρα, ετοιμάσου, σανίδι χωρίς κιγκλίδωμα, βάστηξε αυτόν που σε εμπιστεύτηκε, εξομοίωσε ανεπαίσθητα την αστάθεια του βήματός του, αλλά αν ταλαντεύεται εκσφενδόνισέ τον στην αντίπερα μεριά. Ήρθε, με τη μεταλλική μύτη του ραβδιού του με δοκίμασε, έπειτα ανασήκωσε τις άκρες του παλτού μου και τις έστρωσε πάνω μου, πέρασε τη μύτη μέσα από το θάμνο των μαλλιών μου και την άφησε για πολλή ώρα εκεί, πιθανότατα ατενίζοντας πέρα μακριά. Τότε όμως - τον φανταζόμουν ήδη μακριά, πέρα από βουνά και λαγκάδια - πήδησε με τα δυο του πόδια καταμεσής στο κορμί μου. Ρίγησα από τον άγριο πόνο, ολότελα αμάθητη. Ποιος ήταν; Ένα παιδί; Ένας αθλητής; Ένας ριψοκίνδυνος; Ένας αυτόχειρας; Ένας αποπλανητής; Ένας εξολοθρευτής; Και στράφηκα να τον αντικρίσω. Γέφυρα που στρέφεται! Δεν είχα ακόμα στραφεί και γκρεμιζόμουν ήδη, γκρεμιζόμουν, και ήδη είχα ξεσκιστεί και σουβλιστεί στα μυτερά βότσαλα που τόσο ειρωνικά με κοιτούσαν πάντοτε μέσα από τα νερά που άφριζαν. 



Η αλήθεια σχετικά με τον Σάντσο Πάντσα

       Ο Σάντσο Πάντσα, ο οποίος ποτέ δεν υπερηφανεύτηκε γι΄αυτό, κατάφερε με το πέρασμα των χρόνων, έχοντας τα βράδια και τις νύχτες ένα πλήθος μυθιστορήματα με ιππότες και ληστές  ανά χείρας, να αποτρέψει τόσο αποτελεσματικά το δαίμονά του, τον οποίο ονόμασε αργότερα Δον Κιχώτη, ώστε εκείνος να προβεί ακράτητος σε κάθε λογής τρελές πράξεις, οι οποίες όμως, στερημένες του προκαθορισμένου τους στόχου, που ήταν ακριβώς ο Σάντσο Πάντσα, δεν έβλαψαν κανέναν. Ο Σάντσο Πάντσα, ελεύθερος άνθρωπος πια, παρακινημένος ίσως από κάποιο αίσθημα ευθύνης, ακολουθούσε αδιάφορος τον Δον Κιχώτη στις περιπλανήσεις του, αποκομίζοντας σε όλη του τη ζωή μεγαλεία και πλούτη. 


Φραντς Κάφκα, Διηγήματα και μικρά πεζά, Επιλογή - μετάφραση Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, Ροές, Αθήνα, 2006.

Κυριακή 1 Ιουλίου 2018

Πράσινες θάλασσες...

Η γοργόνα ως διακοσμητικό έμβλημα της πρώτης ποιητικής συλλογής του Σεφέρη

  Γιώργος Σεφέρης, Σχέδια γιὰ ἕνα καλοκαίρι. [Ἄνθη τῆς πέτρας]

Ἄνθη τῆς πέτρας μπροστὰ στὴν πράσινη θάλασσα
μὲ φλέβες ποὺ μοῦ θύμιζαν ἄλλες ἀγάπες
γυαλίζοντας στ᾿ ἀργὸ ψιχάλισμα,
ἄνθη τῆς πέτρας φυσιογνωμίες
ποὺ ἦρθαν ὅταν κανένας δὲ μιλοῦσε καὶ μοῦ μίλησαν
ποὺ μ᾿ ἄφησαν νὰ τὶς ἀγγίξω ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὴ σιωπὴ
μέσα σε πεῦκα σὲ πικροδάφνες καὶ σὲ πλατάνια.


(Τετράδιο Γυμνασμάτων, 1940 - Ποιήματα, Ίκαρος, 2004)



Οδυσσέας Ελύτης, Μικρή Πράσινη Θάλασσα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Πού θά 'θελα νά σέ υἱοθετήσω
Νά σέ στείλω σχολεῖο στήν Ἰωνία
Νά μάθεις μανταρίνι καί ἄψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Στό πυργάκι τοῦ φάρου τό καταμεσήμερο
Νά γυρίσεις τόν ἥλιο καί ν' ἀκούσεις
Πῶς ἡ μοίρα ξεγίνεται καί πῶς
Ἀπό λόφο σέ λόφο συνεννοοῦνται
Ἀκόμα οἱ μακρινοί μας συγγενεῖς
Πού κρατοῦν τόν ἀέρα σάν ἀγάλματα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Μέ τόν ἄσπρο γιακά καί τήν κορδέλα
Νά μπεῖς ἀπ' τό παράθυρο στή Σμύρνη
Νά μοῦ ἀντιγράψεις τίς ἀντιφεγγιές στήν ὀροφή
Ἀπό τά Κυριελέησον καί τά Δόξα Σοι
Καί μέ λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε
Κύμα το κύμα νά γυρίσεις πίσω
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Γιά νά σέ κοιμηθῶ παράνομα
Καί νά βρίσκω βαθιά στήν ἀγκαλιά σου
Κομμάτια πέτρες τά λόγια τῶν Θεῶν
Κομμάτια πέτρες τ' ἀποσπάσματα τοῦ Ἡράκλειτου.

(Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά, Ίκαρος, 1971)

Κολάζ του Οδυσσέα Ελύτη