Ήταν γεγονός
πως ο Τόνιο αγαπούσε τον Χανς Χάνσεν και είχε κιόλας υποφέρει πολύ εξαιτίας του.
Εκείνος που αγαπάει περισσότερο είναι κι ο ηττημένος, εκείνος που πάντοτε υποφέρει
– αυτό το απλό και σκληρό μάθημα το είχε πάρει κιόλας απ’ τη ζωή η δεκατετράχρονη
ψυχή του. Κι ήταν στο χαρακτήρα του να σημειώνει τέτοιου είδους εμπειρίες, να τις
κρατάει μέσα στο μυαλό του, πράγμα που ως ένα σημείο του έδινε ικανοποίηση, χωρίς
φυσικά να τις χρησιμοποιεί ποτέ για τον εαυτό του. Συνέβαινε ακόμα να δίνει μεγαλύτερη
σημασία σ’ αυτά τα μαθήματα, από κείνα που έπρεπε να μαθαίνει στο σχολείο, όπου
την ώρα της διδασκαλίας μέσα στις θολωτές, γοτθικές τάξεις ανέλυε τις περισσότερες
φορές τις σκέψεις του, προσπαθώντας να νιώσει την ουσία όλων αυτών ως το βάθος.
Αυτή η απασχόληση του έδινε την ίδια ευχαρίστηση, όπως όταν έπαιζε βιολί –γιατί
έπαιζε βιολί– τριγυρνώντας μέσα στο δωμάτιό του, και προσπαθούσε να βγάζει ήχους
όσο γινόταν πιο απαλούς, αφήνοντάς τους ν’ ανακατεύονται με το πλατάγισμα του νερού,
που τιναζόταν χορεύοντας πέρα στο σιντριβάνι του κήπου, κάτω απ’ τα κλαδιά της γέρικης
καρυδιάς…
Το σιντριβάνι,
η γέρικη καρυδιά, το βιολί του, και κει μακριά η θάλασσα, η Βαλτική, που τα θερινά
όνειρά της μπορούσε ν’ αφουγκράζεται στις διακοπές του, αυτά ήταν τα πράγματα που
αγαπούσε περισσότερο και που κατά κάποιο τρόπο αποτελούσαν το περιβάλλον, όπου διαδραματιζόταν
η εσωτερική του ζωή, πράγματα που μονάχα με στίχους θα ήταν δυνατό να εκφραστούν
και που ξανάρχονταν πάντοτε στα ποιήματα που έγραφε ο Τόνιο Κρέγκερ. […]
Αυτός ο τρόπος
να παρατηρεί τον εαυτό του και τη σχέση του με τη ζωή, έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην
αγάπη του για τον Χανς Χάνσεν. Τον αγαπούσε πρώτ’ απ’ όλα γιατί ήταν ωραίος· κι
ακόμα, γιατί ήταν σ’ όλα τα σημεία αλλιώτικος απ’ αυτόν. Ο Χανς Χάνσεν ήταν άριστος
μαθητής κι ευχάριστος σύντροφος· έκανε ιππασία, γυμναστική, κολύμπι και τον συμπαθούσαν
όλοι ανεξαιρέτως. Οι δάσκαλοι του φερόντουσαν σχεδόν με τρυφερότητα, τον φώναζαν
με το μικρό του όνομα και τον υποστήριζαν με κάθε τρόπο, οι φίλοι του επιδίωκαν
την εύνοιά του και στο δρόμο τον σταματούσαν κυρίες και κύριοι, που τού ’λεγαν πιάνοντας
τ’ ολόξανθο τσουλούφι του, που κρεμόταν κάτω απ’ το ναυτικό δανέζικο κασκέτο: «Καλημέρα
Χανς Χάνσεν με τ’ όμορφο τσουλούφι! Είσαι ακόμα πρώτος στην τάξη σου; Δώσε χαιρετίσματα
στον μπαμπά και στη μαμά σου καλό μου παιδί…».
Αυτός ήταν
ο Χανς Χάνσεν κι από τότε που τον γνώρισε ο Τόνιο Κρέγκερ, τον κυρίεψε μια επιθυμία
που τού ’καιγε το στήθος. Ποιος έχει τόσο γαλάζια μάτια, σκεφτόταν, και ζει τόσο
βολεμένος, έχοντας τέτοιες σχέσεις μ’ όλο τον κόσμο όπως εσύ! Ασχολείσαι πάντοτε
με πράγματα που όλοι παραδέχονται κι εκτιμούν. Μόλις τελειώνεις τα διαβάσματά σου,
παίρνεις μαθήματα ιππασίας ή δουλεύεις με το πριόνι, και στις διακοπές στη θάλασσα
κάνεις κωπηλασία, ιστιοπλοΐα, κολύμπι, την ώρα που εγώ ξαπλώνω βαριεστημένος και
χαμένος στην άμμο, παρατηρώντας τη μυστήρια παντομίμα που διαπερνά την επιφάνεια
του νερού. Γι’ αυτό όμως και τα μάτια σου είναι τόσο φωτεινά! Αχ νά ’μουνα όπως
εσύ… Δεν κατέβαλε παρ’ όλ’ αυτά καμιά προσπάθεια
να γίνει όπως ο Χανς Χάνσεν, κι ίσως να μην ένιωθε στα σοβαρά μια τέτοια επιθυμία.
Αλλά υπέφερε απ’ τη λαχτάρα ν’ αγαπηθεί από κείνον έτσι όπως ήταν, επιζητώντας με
τον τρόπο του αυτή την αγάπη, μ’ έναν τρόπο που τον χαρακτήριζε μια αργή, εσωτερική,
γεμάτη από ανάγκη για δόσιμο, τυραννική θλίψη, που πάντοτε καίει πιο βαθιά και φθείρει
περισσότερο απ’ την παραφορά2 που θα περίμενε κανείς πως θα ’δειχνε, κρίνοντας απ’
το παρουσιαστικό του.
Και οι προσπάθειές
του δεν πήγαν τελείως χαμένες, γιατί ο Χανς, που άλλωστε εκτιμούσε σ’ αυτόν κάποια
υπεροχή, επειδή ο Τόνιο είχε την ευχέρεια να διατυπώνει δύσκολες έννοιες, καταλάβαινε
πολύ καλά πως εδώ υπήρχε ζωντανό, ένα ασυνήθιστα ισχυρό και τρυφερό αίσθημα κι έδειχνε
ευγνωμοσύνη γι’ αυτό, ανταποδίδοντάς του λίγη ευτυχία με την ευγενική του συμπεριφορά,
προξενώντας του όμως απ’ την άλλη πολλές στενοχώριες εξαιτίας της ζήλειας, της απογοήτευσης
και της μάταιης προσπάθειας του Τόνιο να πετύχει μαζί του κάποια πνευματική επαφή.
Γιατί συνέβαινε το εξής περίεργο, ότι δηλαδή ο Τόνιο, που φθονούσε τον Χανς Χάνσεν
γι’ αυτό που ήταν, προσπαθούσε συνεχώς να τον φέρει προς τη δική του μεριά, πράγμα
που κατάφερνε για λίγες στιγμές το πολύ, αλλά και τότε μόνο επιφανειακά. […]
Η ξανθιά
Ίνγκε, η Ίνγκεμποργκ Χολμ, η κόρη του γιατρού Χολμ, που έμενε στην Αγορά, εκεί όπου
ορθωνόταν η πολύπτυχη, ψηλή, μυτερή, γοτθική κρήνη,3 αυτή ήταν που αγαπούσε ο Τόνιο
Κρέγκερ, όταν ήταν δεκάξι χρονώ.
Πώς είχε
συμβεί αυτό; Την είχε συναντήσει χιλιάδες φορές· όμως μια βραδιά, την είδε κάτω
από έναν ορισμένο φωτισμό, να συζητάει με μια φίλη της, χαμογελώντας μ’ έναν ορισμένο
αλαζονικό τρόπο, γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι, να σιάχνει τα μαλλιά της στο σβέρκο,
σηκώνοντας μ’ έναν ορισμένο τρόπο το όχι ιδιαίτερα μικρό, όχι ιδιαίτερα φίνο κοριτσίστικο
χέρι της, κάνοντας το τούλινο μανίκι της να γλιστράει πάνω απ’ τον αγκώνα, την άκουσε
να τονίζει μ’ έναν ορισμένο τρόπο μια λέξη, δίνοντας στη φωνή της ένα ζεστό τόνο.
Κι ένας ενθουσιασμός γέμισε την καρδιά του, πολύ μεγαλύτερος από κείνον που τον
πλημμύριζε πότε πότε κοιτάζοντας τον Χανς Χάνσεν, τότε που ήταν ακόμα ένα μικρό
κουτό αγόρι.
Αυτό το βράδυ
πήρε μαζί του την εικόνα της, με τη χοντρή ξανθιά πλεξίδα, τα μακρόστενα, σχιστά,
γελαστά, γαλανά μάτια, και το τρυφερό αχνό διάσελο4 από φακίδες πάνω στη μύτη της,
κι ήταν αδύνατο να κοιμηθεί, γιατί άκουγε τον ήχο της φωνής της, προσπαθούσε σιγανά
να μιμηθεί τον τρόπο που είχε τονίσει εκείνη την αδιάφορη λέξη και τον έπιανε ρίγος.
Η πείρα τον είχε διδάξει ότι αυτό ήταν έρωτας. Όμως παρόλο που γνώριζε πολύ καλά
πως αυτό θα του προξενούσε πολύ πόνο, εξευτελισμούς και ταλαιπωρίες, καταστρέφοντας
τη γαλήνη του και ξεχειλίζοντας την καρδιά του με μελωδίες, χωρίς να τον αφήνει
να ολοκληρώσει ήρεμος κι απερίσπαστος κάτι δημιουργικό, τον δέχτηκε με χαρά, αφέθηκε
να τον παρασύρει τελείως, δίνοντας την ψυχή του ολόκληρη, γιατί ήξερε πως αυτός
πλουτίζει και ζωντανεύει κι ένιωθε την επιθυμία να είναι πλούσιος και ζωντανός παρά
να ολοκληρώνει απερίσπαστος κάτι δημιουργικό. […]
Πιστός! Σκέφτηκε ο Τόνιο Κρέγκερ. Θέλω να σου
μείνω πιστός και να σ’ αγαπώ Ίνγκεμποργκ, όσο θα ζω! Τόσο καλοπροαίρετος ήταν. Κι
όμως, ψιθύριζε μέσα του ένας μικρός, πένθιμος φόβος, έχεις ξεχάσει τελείως τον Χανς
Χάνσεν, αν και τον βλέπεις καθημερινά. Κι αυτό ήταν το θλιβερό και το άσχημο, ότι
αυτή η σιγανή και λίγο μοχθηρή φωνή αποδείκνυε ότι ο καιρός περνάει κι ότι θά ’ρχονταν
μέρες που ο Τόνιο Κρέγκερ δε θά ’ταν και τόσο πρόθυμος να πεθάνει οπωσδήποτε όπως
άλλοτε για την εύθυμη Ίνγκε, γιατί ένιωθε μέσα του ορμητικές δυνάμεις για ένα σωρό
αξιοσημείωτα πράγματα που θά ’θελε με τον τρόπο του να κάνει σ’ αυτό τον κόσμο.
Τόμας Μαν, Τόνιο Κρέγκερ, μτφρ. Αλέξανδρος Ίσαρης, Ύψιλον,
Αθήνα 1985.