Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

Νίκος Εγγονόπουλος, ΝΕΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ ΣΤΙΣ 19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ 1936 ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΑΝΤΑΚΙ ΤΟΥ ΚΑΜΙΝΟ ΝΤΕ ΛΑ ΦΟΥΕΝΤΕ

Νίκος Εγγονόπουλος, Εμφύλιος πόλεμος (Ελαιογραφία, 1949)


 ...una accion vil y disgraciado.


η τέχνη κι’ η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε

περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ’ όλους αυτούς τους θόρυβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι’ αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορρίζικου του Λόρκα
υπό των φασιστών

μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει
πως
από καιρό τώρα
― και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα ―
είθισται
να δολοφονούν
τους ποιητάς

Νίκος Εγγονόπουλος, Ἐν ἀνθηρῷ Ἕλληνι λόγῳ, 1957

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

Τάκης Παπατσώνης, Ρεμβασμός Δεκαπενταύγουστου

Κολάζ του Οδυσσέα Ελύτη

 Άλαλα τα χείλη των όσων δεν κοπιάσαν
για ν’ ακουμπήσουν τα ξαναμμένα κεφάλια τους
στα γόνατά σου τα μητρικά, που καταλύουν το μαύρο πάθος.
Άλαλα τα χείλη των όσων δεν διακρίναν, πως
συντρίβεις με το πόδι σου και συνθλάς την κεφαλή
του πανάρχαιου δράκοντα, που κέρδισε παίζοντας
κι’ ύστερα τόχασε το μήλο. Άλαλα τα χείλη
των όσων δεν ποθήσαν το ξαπόσταμα της αρμογής
και την ασφάλεια, το απάγγειασμα της νηνεμίας.

 
Είσαι ένα λιμανάκι ελληνικού νησιού όλο κατάρτια
περήφανα υψωμένα· φτωχά καΐκια αραγμένα,
φτωχά, αλλά που γνωρίσαν την αντάρα και την τρομάρα,
που φορτωθήκαν μόχθο και μεταφέραν πλούτος.


Είσαι άσπρο ελληνικό ερημοκκλήσι δαρμένο
από την αντηλιά. Γύρω-γύρω αμπέλια, μποστάνια,
καρποφόρες συκιές και κάπου κάπου μοναχική
και κάποια ελιά. Χρυσοφρυγανισμένα τα χορτάρια
αχνίζουνε, άχυρο πια· κι’ αντίς γι’ αγγέλους, τα τζιτζίκια,
σου κανοναρχούνε το κάθε απομεσήμερο έως αργά
με το δικό τους τρόπο τον Παρακλητικό Κανόνα.


Αναστραμμένο σου θρονί, όλο αυτό το γαλάζιο
ενός απλού ουρανού, που πάλαι γίνηκε το Μέτρο των Δωριέων
και που αναπαύεται στεριωμένος στα χρυσάφια
του ευλογημένου μας πελάγους.


Άλαλα τα χείλη τους – και τι μπορούν ν’ αρθρώσουν,
που τη φωνή τους κουκουλώνει η τύρβη μερονυχτίς,
ενώ σειέται απ’ τις βουές ο Μέγιστος Ιππόδρομος
και πλημμυράει απ’ τα αίματα των Μαρτύρων
κι’ απ’ τη μανία των Μονομάχων.


Αυτό το αίμα είναι που βοά, αυτό είναι που ρυπαίνει.

Εδώ χρειάζεται η βακτηρία του γίγαντα Ασκητή
του λευκοπώγωνα να επιβληθεί να τους σκορπίσει,
όλους τους ίππους και τους αναβάτες τους.


Εδώ χρειάζεται κοντύλι του Ζωγράφου, στη μοναξιά,
στην προσευχή και στην προσήλωση, με τα ζωογόνα
τα χρώματα τα πρώτα να ξαναγαλουχήσει
το βρέφος-Θεό, να ξαναγράψει τις πληγές της Αγάπης,
να ξαναδροσίσει τη ρίζα τη συμπονετική,
ν’ αποδείξει τι απέραντη είναι η αγκαλιά της μητέρας,
να συναθροίσει πάλι εκ περάτων όλους εκείνους,
που με σέβας πολύ θα σταυρώσουν τα χέρια της Κόρης
με συνοδεία των αγγέλων, με ηχητικές αρμονίες
και θα ενεργήσουν όπως αξίζει την ταφή της,
ανοίγοντας το δρόμο για την καθέδρα τ’ ουρανού,
όπου η αδιάκοπη Παράκληση. Ενώ τα δέντρα
τα ευσκιόφυλλα στη λιτάνευση, καθώς το Σώμα
περνάει της Βασίλισσας, ριγούντα και φρίττοντα,
θα συγκλίνουν για προσκύνηση σκορπώντας
τη δροσιά τους με το ανέμισμα, ριπίδια της λατρείας,
αναστυλώνοντας όσους μαραίνονται κι’ ασθμαίνουν
στις τροπικές τις λαύρες του καλοκαιριού μας,
μισοκαμένες θημωνιές κοντά στο αλώνι,
καπνοί, που διαλύουν
τις αυγουστιάτικες τις αμαρτίες μας.


Τότε μονάχα τ’ άλαλα τα χείλη,
ίσως ερθεί στιγμή
και λαλήσουν.


Τάκης Παπατσώνης, Εκλογή Β', 1962

Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Η νουβέλα της ημέρας: Thomas Mann, Τόνιο Κρέγκερ (απόσπασμα)


Ήταν γεγονός πως ο Τόνιο αγαπούσε τον Χανς Χάνσεν και είχε κιόλας υποφέρει πολύ εξαιτίας του. Εκείνος που αγαπάει περισσότερο είναι κι ο ηττημένος, εκείνος που πάντοτε υποφέρει – αυτό το απλό και σκληρό μάθημα το είχε πάρει κιόλας απ’ τη ζωή η δεκατετράχρονη ψυχή του. Κι ήταν στο χαρακτήρα του να σημειώνει τέτοιου είδους εμπειρίες, να τις κρατάει μέσα στο μυαλό του, πράγμα που ως ένα σημείο του έδινε ικανοποίηση, χωρίς φυσικά να τις χρησιμοποιεί ποτέ για τον εαυτό του. Συνέβαινε ακόμα να δίνει μεγαλύτερη σημασία σ’ αυτά τα μαθήματα, από κείνα που έπρεπε να μαθαίνει στο σχολείο, όπου την ώρα της διδασκαλίας μέσα στις θολωτές, γοτθικές τάξεις ανέλυε τις περισσότερες φορές τις σκέψεις του, προσπαθώντας να νιώσει την ουσία όλων αυτών ως το βάθος. Αυτή η απασχόληση του έδινε την ίδια ευχαρίστηση, όπως όταν έπαιζε βιολί –γιατί έπαιζε βιολί– τριγυρνώντας μέσα στο δωμάτιό του, και προσπαθούσε να βγάζει ήχους όσο γινόταν πιο απαλούς, αφήνοντάς τους ν’ ανακατεύονται με το πλατάγισμα του νερού, που τιναζόταν χορεύοντας πέρα στο σιντριβάνι του κήπου, κάτω απ’ τα κλαδιά της γέρικης καρυδιάς…
Το σιντριβάνι, η γέρικη καρυδιά, το βιολί του, και κει μακριά η θάλασσα, η Βαλτική, που τα θερινά όνειρά της μπορούσε ν’ αφουγκράζεται στις διακοπές του, αυτά ήταν τα πράγματα που αγαπούσε περισσότερο και που κατά κάποιο τρόπο αποτελούσαν το περιβάλλον, όπου διαδραματιζόταν η εσωτερική του ζωή, πράγματα που μονάχα με στίχους θα ήταν δυνατό να εκφραστούν και που ξανάρχονταν πάντοτε στα ποιήματα που έγραφε ο Τόνιο Κρέγκερ. […]
Αυτός ο τρόπος να παρατηρεί τον εαυτό του και τη σχέση του με τη ζωή, έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην αγάπη του για τον Χανς Χάνσεν. Τον αγαπούσε πρώτ’ απ’ όλα γιατί ήταν ωραίος· κι ακόμα, γιατί ήταν σ’ όλα τα σημεία αλλιώτικος απ’ αυτόν. Ο Χανς Χάνσεν ήταν άριστος μαθητής κι ευχάριστος σύντροφος· έκανε ιππασία, γυμναστική, κολύμπι και τον συμπαθούσαν όλοι ανεξαιρέτως. Οι δάσκαλοι του φερόντουσαν σχεδόν με τρυφερότητα, τον φώναζαν με το μικρό του όνομα και τον υποστήριζαν με κάθε τρόπο, οι φίλοι του επιδίωκαν την εύνοιά του και στο δρόμο τον σταματούσαν κυρίες και κύριοι, που τού ’λεγαν πιάνοντας τ’ ολόξανθο τσουλούφι του, που κρεμόταν κάτω απ’ το ναυτικό δανέζικο κασκέτο: «Καλημέρα Χανς Χάνσεν με τ’ όμορφο τσουλούφι! Είσαι ακόμα πρώτος στην τάξη σου; Δώσε χαιρετίσματα στον μπαμπά και στη μαμά σου καλό μου παιδί…».
Αυτός ήταν ο Χανς Χάνσεν κι από τότε που τον γνώρισε ο Τόνιο Κρέγκερ, τον κυρίεψε μια επιθυμία που τού ’καιγε το στήθος. Ποιος έχει τόσο γαλάζια μάτια, σκεφτόταν, και ζει τόσο βολεμένος, έχοντας τέτοιες σχέσεις μ’ όλο τον κόσμο όπως εσύ! Ασχολείσαι πάντοτε με πράγματα που όλοι παραδέχονται κι εκτιμούν. Μόλις τελειώνεις τα διαβάσματά σου, παίρνεις μαθήματα ιππασίας ή δουλεύεις με το πριόνι, και στις διακοπές στη θάλασσα κάνεις κωπηλασία, ιστιοπλοΐα, κολύμπι, την ώρα που εγώ ξαπλώνω βαριεστημένος και χαμένος στην άμμο, παρατηρώντας τη μυστήρια παντομίμα που διαπερνά την επιφάνεια του νερού. Γι’ αυτό όμως και τα μάτια σου είναι τόσο φωτεινά! Αχ νά ’μουνα όπως εσύ…  Δεν κατέβαλε παρ’ όλ’ αυτά καμιά προσπάθεια να γίνει όπως ο Χανς Χάνσεν, κι ίσως να μην ένιωθε στα σοβαρά μια τέτοια επιθυμία. Αλλά υπέφερε απ’ τη λαχτάρα ν’ αγαπηθεί από κείνον έτσι όπως ήταν, επιζητώντας με τον τρόπο του αυτή την αγάπη, μ’ έναν τρόπο που τον χαρακτήριζε μια αργή, εσωτερική, γεμάτη από ανάγκη για δόσιμο, τυραννική θλίψη, που πάντοτε καίει πιο βαθιά και φθείρει περισσότερο απ’ την παραφορά2 που θα περίμενε κανείς πως θα ’δειχνε, κρίνοντας απ’ το παρουσιαστικό του.
Και οι προσπάθειές του δεν πήγαν τελείως χαμένες, γιατί ο Χανς, που άλλωστε εκτιμούσε σ’ αυτόν κάποια υπεροχή, επειδή ο Τόνιο είχε την ευχέρεια να διατυπώνει δύσκολες έννοιες, καταλάβαινε πολύ καλά πως εδώ υπήρχε ζωντανό, ένα ασυνήθιστα ισχυρό και τρυφερό αίσθημα κι έδειχνε ευγνωμοσύνη γι’ αυτό, ανταποδίδοντάς του λίγη ευτυχία με την ευγενική του συμπεριφορά, προξενώντας του όμως απ’ την άλλη πολλές στενοχώριες εξαιτίας της ζήλειας, της απογοήτευσης και της μάταιης προσπάθειας του Τόνιο να πετύχει μαζί του κάποια πνευματική επαφή. Γιατί συνέβαινε το εξής περίεργο, ότι δηλαδή ο Τόνιο, που φθονούσε τον Χανς Χάνσεν γι’ αυτό που ήταν, προσπαθούσε συνεχώς να τον φέρει προς τη δική του μεριά, πράγμα που κατάφερνε για λίγες στιγμές το πολύ, αλλά και τότε μόνο επιφανειακά. […]
Η ξανθιά Ίνγκε, η Ίνγκεμποργκ Χολμ, η κόρη του γιατρού Χολμ, που έμενε στην Αγορά, εκεί όπου ορθωνόταν η πολύπτυχη, ψηλή, μυτερή, γοτθική κρήνη,3 αυτή ήταν που αγαπούσε ο Τόνιο Κρέγκερ, όταν ήταν δεκάξι χρονώ.
Πώς είχε συμβεί αυτό; Την είχε συναντήσει χιλιάδες φορές· όμως μια βραδιά, την είδε κάτω από έναν ορισμένο φωτισμό, να συζητάει με μια φίλη της, χαμογελώντας μ’ έναν ορισμένο αλαζονικό τρόπο, γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι, να σιάχνει τα μαλλιά της στο σβέρκο, σηκώνοντας μ’ έναν ορισμένο τρόπο το όχι ιδιαίτερα μικρό, όχι ιδιαίτερα φίνο κοριτσίστικο χέρι της, κάνοντας το τούλινο μανίκι της να γλιστράει πάνω απ’ τον αγκώνα, την άκουσε να τονίζει μ’ έναν ορισμένο τρόπο μια λέξη, δίνοντας στη φωνή της ένα ζεστό τόνο. Κι ένας ενθουσιασμός γέμισε την καρδιά του, πολύ μεγαλύτερος από κείνον που τον πλημμύριζε πότε πότε κοιτάζοντας τον Χανς Χάνσεν, τότε που ήταν ακόμα ένα μικρό κουτό αγόρι.
Αυτό το βράδυ πήρε μαζί του την εικόνα της, με τη χοντρή ξανθιά πλεξίδα, τα μακρόστενα, σχιστά, γελαστά, γαλανά μάτια, και το τρυφερό αχνό διάσελο4 από φακίδες πάνω στη μύτη της, κι ήταν αδύνατο να κοιμηθεί, γιατί άκουγε τον ήχο της φωνής της, προσπαθούσε σιγανά να μιμηθεί τον τρόπο που είχε τονίσει εκείνη την αδιάφορη λέξη και τον έπιανε ρίγος. Η πείρα τον είχε διδάξει ότι αυτό ήταν έρωτας. Όμως παρόλο που γνώριζε πολύ καλά πως αυτό θα του προξενούσε πολύ πόνο, εξευτελισμούς και ταλαιπωρίες, καταστρέφοντας τη γαλήνη του και ξεχειλίζοντας την καρδιά του με μελωδίες, χωρίς να τον αφήνει να ολοκληρώσει ήρεμος κι απερίσπαστος κάτι δημιουργικό, τον δέχτηκε με χαρά, αφέθηκε να τον παρασύρει τελείως, δίνοντας την ψυχή του ολόκληρη, γιατί ήξερε πως αυτός πλουτίζει και ζωντανεύει κι ένιωθε την επιθυμία να είναι πλούσιος και ζωντανός παρά να ολοκληρώνει απερίσπαστος κάτι δημιουργικό. […]
Πιστός! Σκέφτηκε ο Τόνιο Κρέγκερ. Θέλω να σου μείνω πιστός και να σ’ αγαπώ Ίνγκεμποργκ, όσο θα ζω! Τόσο καλοπροαίρετος ήταν. Κι όμως, ψιθύριζε μέσα του ένας μικρός, πένθιμος φόβος, έχεις ξεχάσει τελείως τον Χανς Χάνσεν, αν και τον βλέπεις καθημερινά. Κι αυτό ήταν το θλιβερό και το άσχημο, ότι αυτή η σιγανή και λίγο μοχθηρή φωνή αποδείκνυε ότι ο καιρός περνάει κι ότι θά ’ρχονταν μέρες που ο Τόνιο Κρέγκερ δε θά ’ταν και τόσο πρόθυμος να πεθάνει οπωσδήποτε όπως άλλοτε για την εύθυμη Ίνγκε, γιατί ένιωθε μέσα του ορμητικές δυνάμεις για ένα σωρό αξιοσημείωτα πράγματα που θά ’θελε με τον τρόπο του να κάνει σ’ αυτό τον κόσμο.

Τόμας Μαν, Τόνιο Κρέγκερ, μτφρ. Αλέξανδρος Ίσαρης, Ύψιλον, Αθήνα 1985.