Σε ποιον να πω τον καημό μου;
Σούρουπο. Το πυκνό νερόχιονο νωθρά κάνει κύκλους γύρω από τα φανάρια, που μόλις
έχουν ανάψει, σχηματίζοντας ένα λεπτό, απαλό στρώμα στις στέγες, στα
καπούλια των αλόγων, στα καπέλα των περαστικών. Ο αμαξάς Ιωνάς Ποτάποφ
έχει γίνει κάτασπρος σαν φάντασμα. Έχει καμπουριάσει, όσο μπορεί να
καμπουριάσει ένα ζωντανό σώμα, και κάθεται στο κάθισμά του χωρίς να
κουνιέται. Κι ολόκληρη χιονοστιβάδα να έπεφτε απάνω του, ούτε και τότε
δε θα ‘βρισκε τη δύναμη που χρειάζεται για να τινάξει από πάνω του το
χιόνι…Το αλογάκι του είναι κι αυτό κάτασπρο και στέκεται ακίνητο. Έτσι
όπως στέκει ακίνητο, με το άχαρο σχήμα του και τα ίσια σαν μπαστούνια
πόδια του, μοιάζει με φτηνό ζαχαρένιο αλογάκι. Όπως φαίνεται, είναι
βυθισμένο σε σκέψεις. Το απέσπασαν από τ’ αλέτρι, από τις συνηθισμένες
γκρίζες εικόνες, και το έριξαν εδώ, σ’ αυτή τη δίνη τη γεμάτη από
εκτυφλωτικά φώτα, ακατάπαυστο θόρυβο και ανθρώπους που τρέχουν. Ο Ιωνάς
και το αλογάκι του έχουν πολλή ώρα να κουνηθούν από τη θέση τους. Βγήκαν
από την αυλή πριν ακόμα ξημερώσει και το πρώτο αγώγι ακόμα δε φαίνεται
πουθενά. Αλλά να, στην πόλη πέφτει η βραδινή καταχνιά. Το χλομό φως των
φαναριών γίνεται πιο έντονο κι όλο δυναμώνει η φασαρία του δρόμου.
— Αμαξά, για τη συνοικία Βιμπόργκσκαγια! ακούει ο Ιωνάς. Αμαξά!
Ο Ιωνάς τινάζεται και πίσω από τις βλεφαρίδες, τις σκεπασμένες με χιόνι, διακρίνει έναν αξιωματικό με χλαίνη και κουκούλα.
— Στη Βιμπόργκσκαγια! ξαναφωνάζει ο στρατιωτικός. Κοιμάσαι, τι κάνεις
λοιπόν; Στη Βιμπόργκσκαγια! Σε απάντηση, ο Ιωνάς τραβάει τα χαλινάρια,
έτσι που από τα καπούλια του αλόγου και από τους ώμους του πέφτουν
στρώματα από χιόνι… Ο αξιωματικός κάθεται στο έλκηθρο. Ο αμαξάς
κροταλίζει με τα χείλη, τεντώνει μπροστά σαν κύκνος το λαιμό,
ανασηκώνεται περισσότερο από συνήθεια παρά από ανάγκη και χτυπάει με το
καμουτσίκι στον αέρα. Το αλογάκι τεντώνει κι αυτό το λαιμό, στραβώνει τα
πόδια του, που μοιάζουν με μπαστούνια, και ξεκινάει διστακτικά…
— Πού πας να χωθείς, διάβολε! ακούγονται διάφορες φωνές από τη σκούρα
μάζα των περαστικών, που κινούνται προς κάθε κατεύθυνση. Πού στο
διάβολο πας; Κράτα. δεξιά!
— Εσύ ούτε να οδηγήσεις δεν ξέρεις! Κράτα δεξιά! θυμώνει ο
αξιωματικός. Ο αμαξάς βρίζει, ένας περαστικός τον κοιτάζει με άγριες
διαθέσεις, ενώ τινάζει από το μανίκι το χιόνι που έπεσε επάνω του όταν,
διασχίζοντας το δρόμο, ακούμπησε με τον ώμο του τη μούρη του αλόγου. Ο
Ιωνάς στριφογυρίζει στο κάθισμα της άμαξας σαν να κάθεται σε καρφιά,
χτυπάει τους αγκώνες του στα πλευρά του και κοιτάζει σαν ηλίθιος, σαν να
μην καταλαβαίνει πού βρίσκεται και για ποιο λόγο είναι εκεί.
— Τι παλιάνθρωποι που είναι όλοι! κοροϊδεύει ο αξιωματικός.
Προσπαθούν να πέσουν επάνω σου ή πάνω στη μούρη του αλόγου. Είναι
συνεννοημένοι. Ο Ιωνάς κοιτάζει πίσω τον επιβάτη και κουνάει τα χείλη…
Θέλει, όπως φαίνεται, να πει κάτι, αλλά από το λάρυγγα δε βγαίνει
τίποτα, εκτός από ένα βραχνό ήχο.
— Τι; ρωτάει ο αξιωματικός. Ο Ιωνάς στραβώνει το στόμα προσπαθώντας
να χαμογελάσει, σφίγγεται για ν’ ανοίξει ο λαιμός του και να μιλήσει,
αλλά και πάλι μόνο βραχνιασμένα καταφέρνει να πει:
— Ξέρετε, αφέντη, να…πέθανε ο γιος μου αυτή τη βδομάδα.
— Χμ!… Και από τι πέθανε;
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ: “Ο καημός” – Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ