Τάσος Λειβαδίτης, «Ξημέρωμα»
O πατέρας φορούσε συνήθως έναν κατιφέ στο πέτο, κι η μητέρα
μια ρόμπα με ζωγραφιστά αρχαία ειδύλλια
κι όταν παίζαμε στην αυλή πατούσαμε μόνο στις άσπρες πλάκες:
έτσι δε βγήκαμε ποτέ απ' τ' όνειρο
η μικρή Άρκτος ερωτοτροπούσε με τον Σεπτέμβριο
ω παιδικότητα: αιωνιότητα αμετάφραστη
κι ο Θεός που απ' τις δακρυσμένες προσευχές των παιδιών που
φοβούνται τη νύχτα
φτιάχνει τις πρώτες γαλάζιες γραμμές της μέρας που στέλνουν
την ελπίδα στους ναυαγούς.
μια ρόμπα με ζωγραφιστά αρχαία ειδύλλια
κι όταν παίζαμε στην αυλή πατούσαμε μόνο στις άσπρες πλάκες:
έτσι δε βγήκαμε ποτέ απ' τ' όνειρο
η μικρή Άρκτος ερωτοτροπούσε με τον Σεπτέμβριο
ω παιδικότητα: αιωνιότητα αμετάφραστη
κι ο Θεός που απ' τις δακρυσμένες προσευχές των παιδιών που
φοβούνται τη νύχτα
φτιάχνει τις πρώτες γαλάζιες γραμμές της μέρας που στέλνουν
την ελπίδα στους ναυαγούς.
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, «Φως του Σεπτέμβρη»
Το φθινοπωρινό του φως λάμπει στα κρύσταλλα της πόλης
καθώς σιγά σιγά το καλοκαίρι λιώνει
Κι όμως ταξίδεψα πολύ κατά τις δυτικές ακτές
είδα τα σώματα των όψιμων κολυμβητών να φθίνουν
μέσα στο ηλιόγερμα, κάτω απ’ τις λάμπες του γκαζιού
Θε μου, τα είδα σε αμμουδιές από άσπρη πορσελάνη
Μα εγώ εκείνον θέλησα. Στην πόλη του ξαναγυρνώ
στους πολυέλαιους της νύχτας ξαναρχίζω
Από τη συλλογή Αργό πετρέλαιο (1974) [Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Ο δύσκολος θάνατος (Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1985)]
Το φθινοπωρινό του φως λάμπει στα κρύσταλλα της πόλης
καθώς σιγά σιγά το καλοκαίρι λιώνει
Κι όμως ταξίδεψα πολύ κατά τις δυτικές ακτές
είδα τα σώματα των όψιμων κολυμβητών να φθίνουν
μέσα στο ηλιόγερμα, κάτω απ’ τις λάμπες του γκαζιού
Θε μου, τα είδα σε αμμουδιές από άσπρη πορσελάνη
Μα εγώ εκείνον θέλησα. Στην πόλη του ξαναγυρνώ
στους πολυέλαιους της νύχτας ξαναρχίζω
Από τη συλλογή Αργό πετρέλαιο (1974) [Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Ο δύσκολος θάνατος (Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1985)]
Αύγουστος, φώτα στην παραλία
τα πλοία φεύγουν για τα νησιά.
Φεύγουν οι φίλοι, φεύγουν τα πλοία.
Με γέλασες και είναι αργά.
Ήρθε ο Σεπτέμβρης, ήρθε ο χειμώνας
στην παραλία τη σκοτεινή.
Χάθηκα μέσα στη ζωή μου,
χαθηκες μέσα στη βροχή.
τα πλοία φεύγουν για τα νησιά.
Φεύγουν οι φίλοι, φεύγουν τα πλοία.
Με γέλασες και είναι αργά.
Ήρθε ο Σεπτέμβρης, ήρθε ο χειμώνας
στην παραλία τη σκοτεινή.
Χάθηκα μέσα στη ζωή μου,
χαθηκες μέσα στη βροχή.
Κ.Π. Καβάφης, «Ο Σεπτέμβρης του 1903»
Τουλάχιστον με πλάνες ας γελιούμαι τώρα·
την άδεια την ζωή μου να μη νιώθω.
Και ήμουνα τόσες φορές τόσο κοντά.
Και πώς παρέλυσα, και πώς δειλίασα·
γιατί να μείνω με κλειστά τα χείλη·
και μέσα μου να κλαίει η άδεια μου ζωή,
και να μαυροφορούν οι επιθυμίες μου.
Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι
στα μάτια, και στα χείλη τα ερωτικά,
στ’ ονειρεμένο, το αγαπημένο σώμα.
Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι.
την άδεια την ζωή μου να μη νιώθω.
Και ήμουνα τόσες φορές τόσο κοντά.
Και πώς παρέλυσα, και πώς δειλίασα·
γιατί να μείνω με κλειστά τα χείλη·
και μέσα μου να κλαίει η άδεια μου ζωή,
και να μαυροφορούν οι επιθυμίες μου.
Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι
στα μάτια, και στα χείλη τα ερωτικά,
στ’ ονειρεμένο, το αγαπημένο σώμα.
Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι.
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
Κ.Π. Καβάφης, «Ο Δεκέμβρης του 1903»
Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν
εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω.
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν
εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω.
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
![]() |
Γιάννης Τσαρούχης, Σεπτέμβρης (1972) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου