Γιώργος Ιωάννου, «Το θέρος τότε…»
Δεν έχω ταξιδέψει στα νησιά
– θα χάλασαν κι αυτά με τους τουρίστες.
Εξάλλου ναύτες δεν υπηρετούνε καταδώ
– λησμόνησα τα ναυτικά σ’ αυτό το βάλτο.
– θα χάλασαν κι αυτά με τους τουρίστες.
Εξάλλου ναύτες δεν υπηρετούνε καταδώ
– λησμόνησα τα ναυτικά σ’ αυτό το βάλτο.
Το θέρος τότε βάζαμε λευκα, ζωνάρι μαύρο.
Πενθούσαμε τον Νέλσωνα, μεγάλη μας η θλίψη.
Κι απ’ τον Οκτώβρη μες στα μπλε
– γλιτώνεις τις μπουγάδες,
μα φαίνονται οι σταλαγματιές,
αν πάνω στο σπαρτάρισμα ξεφύγουν.
Πενθούσαμε τον Νέλσωνα, μεγάλη μας η θλίψη.
Κι απ’ τον Οκτώβρη μες στα μπλε
– γλιτώνεις τις μπουγάδες,
μα φαίνονται οι σταλαγματιές,
αν πάνω στο σπαρτάρισμα ξεφύγουν.
Μίλτος Σαχτούρης, «Οκτώβριος»
Στο ταβάνι σχήματα τριαντάφυλλα
και σχήματα αράχνη
τα φώτα κίτρινα θαμπά σκοτεινά
μεγάλα ψάρια στους πράσινους βαθιούς τοίχους
καρφωμένα
αίμα
τρύπιες κουβέρτες και σπασμένα τζάμια
η βροχή
και ξάφνου μέσα στα χέρια μου τα μαλλιά της
το σώμα της και τ’ ανοιχτό στόμα της
μακριά βαθιά πάνω στο βουνό
και σχήματα αράχνη
τα φώτα κίτρινα θαμπά σκοτεινά
μεγάλα ψάρια στους πράσινους βαθιούς τοίχους
καρφωμένα
αίμα
τρύπιες κουβέρτες και σπασμένα τζάμια
η βροχή
και ξάφνου μέσα στα χέρια μου τα μαλλιά της
το σώμα της και τ’ ανοιχτό στόμα της
μακριά βαθιά πάνω στο βουνό
Το μυαλό μου κουρασμένο
κι ο αγέρας διάφανος σαν κρύσταλλο
ρολόγια πέφτουν ολοένα και
σπάζουν πάνω στο πλακόστρωτο
σήμερα ο αγέρας δυνάμωσε ακόμη
απ’ το παράθυρο βγήκε ένα χέρι
μέσ’ στον καθρέφτη φάνηκε έν’ άλλο χέρι
έδερναν τα μεσάνυχτα
μακριά ακουγόταν ένα βογγητό
κι ο αγέρας διάφανος σαν κρύσταλλο
ρολόγια πέφτουν ολοένα και
σπάζουν πάνω στο πλακόστρωτο
σήμερα ο αγέρας δυνάμωσε ακόμη
απ’ το παράθυρο βγήκε ένα χέρι
μέσ’ στον καθρέφτη φάνηκε έν’ άλλο χέρι
έδερναν τα μεσάνυχτα
μακριά ακουγόταν ένα βογγητό
Όλα όσα βλέπω
τα παράξενα όνειρα μου θυμίζουν εσένα
η νύχτα θυμίζει εσένα
ένα μικρό παιδί που κλαίει μου θυμίζει εσένα
κι ο τάφος μου θυμίζει εσένα
όλες οι φωτογραφίες, όλα τα χρώματα
όλα μου θυμίζουν εσένα
και όλα τα αγαπώ για σένα
τα παράξενα όνειρα μου θυμίζουν εσένα
η νύχτα θυμίζει εσένα
ένα μικρό παιδί που κλαίει μου θυμίζει εσένα
κι ο τάφος μου θυμίζει εσένα
όλες οι φωτογραφίες, όλα τα χρώματα
όλα μου θυμίζουν εσένα
και όλα τα αγαπώ για σένα
Γιάννης Ρίτσος, «Ἡμερολόγιο Ἐξορίας Ι»
27 Ὀκτωβρίου 1948
Ἐδῶ τ᾿ ἀγκάθια
εἶναι πολλὰ -
ἀγκάθια, καστανά, κίτρινα ἀγκάθια,
σ᾿ ὅλο τὸ μάκρος τῆς μέρας, ὡς μέσα στὸν ὕπνο.
Ὅταν περνοῦν τὸ συρματόπλεγμα οἱ νύχτες
ἀφήνουν μικρὰ κουρέλια ἀπ᾿ τὴ φοῦστα τους.
Τὰ λόγια ποὺ μᾶς φάνηκαν ὄμορφα κάποτε
χάσαν τὸ χρῶμα τους σὰν τὸ γιλέκο τοῦ γέρου στὸ σεντοῦκι
σὰν ἕνα λιόγερμα σβησμένο στὰ τζάμια.
Οἱ ἄνθρωποι περπατᾶνε μὲ τὰ χέρια στὶς τσέπες
ἢ κάποτε χειρονομοῦν σὰ νὰ διώχνουν μία μῦγα
ποὺ ξανακάθεται στὸ ἴδιο μέρος πάλι καὶ πάλι
στὰ χείλη τοῦ ἄδειου ποτηριοῦ ἢ πιὸ μέσα
σ᾿ ἕνα σημεῖο ἀπροσδιόριστο κι ἐπίμονο
ὅσο κι ἡ ἄρνησή τους νὰ τὸ ἀναγνωρίσουν.
ἀγκάθια, καστανά, κίτρινα ἀγκάθια,
σ᾿ ὅλο τὸ μάκρος τῆς μέρας, ὡς μέσα στὸν ὕπνο.
Ὅταν περνοῦν τὸ συρματόπλεγμα οἱ νύχτες
ἀφήνουν μικρὰ κουρέλια ἀπ᾿ τὴ φοῦστα τους.
Τὰ λόγια ποὺ μᾶς φάνηκαν ὄμορφα κάποτε
χάσαν τὸ χρῶμα τους σὰν τὸ γιλέκο τοῦ γέρου στὸ σεντοῦκι
σὰν ἕνα λιόγερμα σβησμένο στὰ τζάμια.
Οἱ ἄνθρωποι περπατᾶνε μὲ τὰ χέρια στὶς τσέπες
ἢ κάποτε χειρονομοῦν σὰ νὰ διώχνουν μία μῦγα
ποὺ ξανακάθεται στὸ ἴδιο μέρος πάλι καὶ πάλι
στὰ χείλη τοῦ ἄδειου ποτηριοῦ ἢ πιὸ μέσα
σ᾿ ἕνα σημεῖο ἀπροσδιόριστο κι ἐπίμονο
ὅσο κι ἡ ἄρνησή τους νὰ τὸ ἀναγνωρίσουν.
Bertolt Brecht, «Ο ανθόκηπος»
Στη λίμνη δίπλα, ανάμεσα από ελάτια και από λεύκες,
με μια θαμνόμαντρα ένας κήπος είν’ καλά κλεισμένος·
μ’ εποχικά λουλούδια φυτεμένος μερακλήδικα
ανθίζει πάντα από τον Μάρτη μέχρι τον Οκτώβρη.
με μια θαμνόμαντρα ένας κήπος είν’ καλά κλεισμένος·
μ’ εποχικά λουλούδια φυτεμένος μερακλήδικα
ανθίζει πάντα από τον Μάρτη μέχρι τον Οκτώβρη.
Εδώ τα πρωινά, πλην όχι και συχνά, εγώ βγαίνω,
και να μπορούσα, αχ, εν παντί καιρώ εύχομαι (μακάρι!)
στους διάφορους καιρούς, καλούς μα και κακούς (ασχέτως!),
ετούτο ή ’κείνο το άνθισμα το ευχάριστο να δείχνω.
και να μπορούσα, αχ, εν παντί καιρώ εύχομαι (μακάρι!)
στους διάφορους καιρούς, καλούς μα και κακούς (ασχέτως!),
ετούτο ή ’κείνο το άνθισμα το ευχάριστο να δείχνω.
(Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής)
Sylvia Plath, «Who»
The month
of flowering's finished. The fruit's in,
Eaten or rotten. I am all mouth.
October's the month for storage.
Thie shed's fusty as a mummy's stomach:
Old tools, handles and rusty tusks.
I am at home here among the dead heads.
Let me sit in a flowerpot,
The spiders won't notice.
My heart is a stopped geranium.
If only the wind would leave my lungs alone.
Dogsbody noses the petals. They bloom upside down.
They rattle like hydrangea bushes.
Mouldering heads console me,
Nailed to the rafters yesterday:
Inmates who don't hibernate.
Cabbageheads: wormy purple, silver-glaze,
A dressing of mule ears, mothy pelts, but green-hearted,
Their veins white as porkfat.
O the beauty of usage!
The orange pumpkins have no eyes.
These halls are full of women who think they are birds.
This is a dull school.
I am a root, a stone, an owl pellet,
Without dreams of any sort.
Mother, you are the one mouth
I would be a tongue to. Mother of otherness
Eat me. Wastebasket gaper, shadow of doorways.
I said: I must remember this, being small.
There were such enormous flowers,
Purple and red mouths, utterly lovely.
The hoops of blackberry stems made me cry.
Now they light me up like an electric bulb.
For weeks I can remember nothing at all.
Eaten or rotten. I am all mouth.
October's the month for storage.
Thie shed's fusty as a mummy's stomach:
Old tools, handles and rusty tusks.
I am at home here among the dead heads.
Let me sit in a flowerpot,
The spiders won't notice.
My heart is a stopped geranium.
If only the wind would leave my lungs alone.
Dogsbody noses the petals. They bloom upside down.
They rattle like hydrangea bushes.
Mouldering heads console me,
Nailed to the rafters yesterday:
Inmates who don't hibernate.
Cabbageheads: wormy purple, silver-glaze,
A dressing of mule ears, mothy pelts, but green-hearted,
Their veins white as porkfat.
O the beauty of usage!
The orange pumpkins have no eyes.
These halls are full of women who think they are birds.
This is a dull school.
I am a root, a stone, an owl pellet,
Without dreams of any sort.
Mother, you are the one mouth
I would be a tongue to. Mother of otherness
Eat me. Wastebasket gaper, shadow of doorways.
I said: I must remember this, being small.
There were such enormous flowers,
Purple and red mouths, utterly lovely.
The hoops of blackberry stems made me cry.
Now they light me up like an electric bulb.
For weeks I can remember nothing at all.
(Ο μήνας της ανθοφορίας τελείωσε. Τα φρούτα μαζεύτηκαν,
Φαγώθηκαν ή σάπισαν. Είμαι ολόκληρη στόμα.
Οκτώβρης, ο μήνας της αποθήκευσης.
Αυτό το υπόστεγο, μουχλιασμένο σαν στομάχι μούμιας:
Παλιά εργαλεία, χερούλια και σκουριασμένοι χαυλιόδοντες.
Είμαι σαν στο σπίτι μου εδώ, ανάμεσα στα νεκρά κεφάλια.
Άσε με να καθίσω μέσα σ’ ένα ανθοδοχείο,
Οι αράχνες δε θα το προσέξουν.
Η καρδιά μου κομμένο γεράνι.
Τουλάχιστον ο άνεμος ας άφηνε ήσυχα τα πνευμόνια μου.
Σκυλίσιο σώμα οσφραίνεται τα πέταλα. Ανθίζουν ανάποδα.
Κροταλίζουν σαν ορτανσίες.
Κεφάλια με παρηγορούν καθώς σαπίζουν,
καρφωμένα στα δοκάρια της στέγης από χθες:
Τρόφιμοι ιδρύματος που δεν πέφτουν σε χειμερία νάρκη.
Λάχανα: σκουληκιασμένο μωβ, βερνίκι ασημί,
Ένδυμα μουλαρίσιων αυτιών, κελύφη νυχτοπεταλούδας
αλλά με πράσινη καρδιά
Οι φλέβες τους άσπρες σαν ξύγκι γουρουνιού.
Ω η ομορφιά της συνήθειας!
Οι πορτοκαλιές κολοκύθες δεν έχουν μάτια.
Τούτοι οι διάδρομοι γεμάτοι γυναίκες που νομίζουν πως
είναι πουλιά.
Ιδού ένα σχολείο βαρετό.
Είμαι ρίζα, είμαι πέτρα, ένας σβώλος κουκουβάγιας,
Χωρίς όνειρο κανένα.
Μητέρα, είσαι το μοναδικό στόμα
Για το οποίο θα γινόμουν η γλώσσα του. Μητέρα της ετερότητας
Φάγε με. Ρωγμή στο καλάθι των αχρήστων, σκιά των εισόδων.
Είπα: Πρέπει να το θυμάμαι αυτό από τότε που ήμουν μικρή.
Υπήρχαν τόσο τεράστια λουλούδια,
Πορφυρά και κόκκινα στόματα, παντελώς αξιαγάπητα.
Τα στεφάνια από κλαδιά βατομουριάς μ’ έκαναν να κλαίω.
Τώρα με ανάβουν σαν ηλεκτρική λυχνία.
Για βδομάδες δεν μπορώ να θυμηθώ απολύτως τίποτε.)
Φαγώθηκαν ή σάπισαν. Είμαι ολόκληρη στόμα.
Οκτώβρης, ο μήνας της αποθήκευσης.
Αυτό το υπόστεγο, μουχλιασμένο σαν στομάχι μούμιας:
Παλιά εργαλεία, χερούλια και σκουριασμένοι χαυλιόδοντες.
Είμαι σαν στο σπίτι μου εδώ, ανάμεσα στα νεκρά κεφάλια.
Άσε με να καθίσω μέσα σ’ ένα ανθοδοχείο,
Οι αράχνες δε θα το προσέξουν.
Η καρδιά μου κομμένο γεράνι.
Τουλάχιστον ο άνεμος ας άφηνε ήσυχα τα πνευμόνια μου.
Σκυλίσιο σώμα οσφραίνεται τα πέταλα. Ανθίζουν ανάποδα.
Κροταλίζουν σαν ορτανσίες.
Κεφάλια με παρηγορούν καθώς σαπίζουν,
καρφωμένα στα δοκάρια της στέγης από χθες:
Τρόφιμοι ιδρύματος που δεν πέφτουν σε χειμερία νάρκη.
Λάχανα: σκουληκιασμένο μωβ, βερνίκι ασημί,
Ένδυμα μουλαρίσιων αυτιών, κελύφη νυχτοπεταλούδας
αλλά με πράσινη καρδιά
Οι φλέβες τους άσπρες σαν ξύγκι γουρουνιού.
Ω η ομορφιά της συνήθειας!
Οι πορτοκαλιές κολοκύθες δεν έχουν μάτια.
Τούτοι οι διάδρομοι γεμάτοι γυναίκες που νομίζουν πως
είναι πουλιά.
Ιδού ένα σχολείο βαρετό.
Είμαι ρίζα, είμαι πέτρα, ένας σβώλος κουκουβάγιας,
Χωρίς όνειρο κανένα.
Μητέρα, είσαι το μοναδικό στόμα
Για το οποίο θα γινόμουν η γλώσσα του. Μητέρα της ετερότητας
Φάγε με. Ρωγμή στο καλάθι των αχρήστων, σκιά των εισόδων.
Είπα: Πρέπει να το θυμάμαι αυτό από τότε που ήμουν μικρή.
Υπήρχαν τόσο τεράστια λουλούδια,
Πορφυρά και κόκκινα στόματα, παντελώς αξιαγάπητα.
Τα στεφάνια από κλαδιά βατομουριάς μ’ έκαναν να κλαίω.
Τώρα με ανάβουν σαν ηλεκτρική λυχνία.
Για βδομάδες δεν μπορώ να θυμηθώ απολύτως τίποτε.)
![]() |
Γιάννης Τσαρούχης, Οκτώβρης |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου