Κυριακή 29 Απριλίου 2018

"Εκόμισε εις την Τέχνη..."

       Κωνσταντίνος Π. Καβάφης [Αλεξάνδρεια, 29 Απριλίου (ν.η.) 1863 - Αλεξάνδρεια, 29 Απριλίου 1933]. Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με διεθνή αναγνώριση και φανατικούς αναγνώστες και μελετητές. Σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα μας αναφέρει για τον εαυτό του τα εξής: 
Εἶμαι Κωνσταντινουπολίτης τὴν καταγωγήν, ἀλλὰ ἐγεννήθηκα στὴν Ἀλεξάνδρεια — σ' ἕνα σπίτι τῆς ὁδοῦ Σερίφ· μικρὸς πολὺ ἔφυγα, καὶ ἀρκετὸ μέρος τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας τὸ πέρασα στὴν Ἀγγλία. Κατόπιν ἐπισκέφθην τὴν χώραν αὐτὴν μεγάλος, ἀλλὰ γιὰ μικρὸν χρονικὸν διάστημα. Διέμεινα καὶ στὴ Γαλλία. Στὴν ἐφηβικήν μου ἡλικίαν κατοίκησα ὑπὲρ τὰ δύο ἔτη στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὴν Ἑλλάδα εἶναι πολλὰ χρόνια ποὺ δὲν ἐπῆγα. Ἡ τελευταία μου ἐργασία ἦταν ὑπαλλήλου εἰς ἕνα κυβερνητικὸν γραφεῖον ἐξαρτώμενον ἀπὸ τὸ ὑπουργεῖον τῶν Δημοσίων Ἔργων τῆς Αἰγύπτου. Ξέρω Ἀγγλικά, Γαλλικὰ καὶ ὁλίγα Ἰταλικά.
       Το ποιητικό του έργο αποτελείται από 154 Αναγνωρισμένα από τον ίδιο ποιήματα, 37 νεανικά έργα, τα οποία εκ των υστέρων αποκήρυξε, 75 Κρυμμμένα ποιήματα που βρέθηκαν στα χαρτιά του, καθώς και ατελή έργα, κάποια πεζά ποιήματα, άρθρα, μελετήματα και κριτικά σημειώματα. 
       Ο Καβάφης είχε κατατάξει τα ποιήματά του σε τρεις θεματικές κατηγορίες: 1) Τα ιστορικά (εμπνέονται κυρίως από την ελληνιστική εποχή, αλλά και από αρχαία μυθικά πρόσωπα, από τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους), 2) Τα αισθησιακά ή ερωτικά (κυριαρχεί η ανάμνηση, αναφέρονται και εμπνέονται από το παρελθόν και όχι από σύγχρονα βιώματα) και 3) Τα φιλοσοφικά ή διδακτικά (συμβουλές προς ομοτέχνους, υψηλές έννοιες όπως το χρέος, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η μοίρα κλπ).  
       Τα ποιήματα του Καβάφη αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για πολλούς καλλιτέχνες, τόσο ποιητές όσο και άλλους δημιουργούς. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε: 

1) Τον πίνακα του Νίκου Εγγονόπουλου με τίτλο: "Η θυσία του ποιητή" (1935), ο οποίος συνδιαλέγεται με το ποίημα του Κ.Π. Καβάφη "Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῇ· 595 μ.Χ.". 
2) Την μελοποίηση του ποιήματος "Επέστρεφε" από τον Θάνο Μικρούτσικο (εδώ σε ερμηνεία της Δήμητρας Γαλάνη και απαγγελία της Έλλης Λαμπέτη). 


3)  Την παρωδία του ποιήματος "Περιμένοντας τους βαρβάρους" από τον Φρέντυ Γερμανό με τίτλο: "Περιμένοντας το πετρέλαιο". 


Φρέντυ Γερμανός, Περιμένοντας το πετρέλαιο

Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

Είναι το πετρέλαιο να έλθει σήμερα

και όλοι λεν: «Γρήγορα –

το πετρέλαιο να προφθάσω

πριν έλθει από τη Θάσο…»

Γιατί μέσα στη σύγκλητο μια τόση απραξία;

Τι κάθονται οι συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

Γιατί είναι το πετρέλαιο να έλθει σήμερα…

Τι νόμους πια να κάνουν οι συγκλητικοί;

Το πετρέλαιο σαν έλθει

θα νομοθετήσει…

Γιατί και εις τον Τύπο τόση απραξία

και οι εφημερίδες δεν γράφουν τίποτε άλλο πια;

Γιατί ευρέθηκε πετρέλαιο στη Θάσο

και όλοι γράφουνε γι’ αυτό. […]

4)  Την απαγγελία του ποιήματος "Ιθάκη" στα αγγλικά από τον πασίγνωστο ηθοποιό Sean Connery. 

5) Το κόμικς "Ithaka" των Zen Pencils, τώρα και στα ελληνικά σε απόδοση της φιλολόγου Κατερίνας Προκοπίου. 

      

Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου

           Η 23η Απριλίου έχει καθιερωθεί διεθνώς από την UNESCO ως Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου. Η επιλογή της ημερομηνίας δεν είναι τυχαία· συμπτωματικά, στις 23 Απριλίου του 1616 έφυγαν από τη ζωή δυο από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο William Shakespeare και ο Miguel de Cervantes. Ξεκινώντας από το 2016, η Ένωση Ελληνικού Βιβλίου, με τη συνεργασία της Εταιρείας Συγγραφέων και του Ελληνικού Τμήματος της ΙΒΒΥ - Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, καθιέρωσε και στην Ελλάδα την 23η Απριλίου ως Ημέρα Βιβλίου. Τη συγκεκριμένη ημέρα, αλλά και γενικότερα τον Απρίλιο διοργανώνονται διάφορες εκδηλώσεις για να τιμηθεί το βιβλίο και για να προωθηθεί η κουλτούρα της ανάγνωσης σε όλες τις ηλικίες, και ιδιαίτερα στους νέους, οι οποίοι έχουν κατηγορηθεί πολλές φορές ότι προτιμούν να περνούν το χρόνο τους μπροστά σε μια οθόνη αντί να διαβάζουν λογοτεχνία. 

        Αλλά η ανάγνωση ενός βιβλίου θεωρούνταν πάντοτε ωφέλιμη; Στο παρακάτω απόσπασμα από τον πασίγνωστο Δον Κιχώτη του Θερβάντες ο συγγραφέας σατιρίζει την επίδραση που ασκούσαν στον ομώνυμο ήρωά του τα ιπποτικά μυθιστορήματα που διάβαζε. Τα μυθιστορήματα αυτά είχαν εξάψει τόσο πολύ τη φαντασία του Δον Κιχώτη, ώστε εκείνος πίστευε ότι όσα διάβαζε ήταν αληθινά και πραγματοποιήσιμα και ότι θα μπορούσε να μοιάσει με τους ήρωες των βιβλίων του. 

Ο Δον Κιχώτης (κεφάλαιο 21ο)

- Αφεντικό θα 'θελες να μου δώσεις την άδεια να πω δυο κουβέντες στην ευγενία σου; Γιατί από την ώρα που μου 'δωσες εκείνη τη σκληρή προσταγή για να σωπαίνω, πάνω από τέσσερα πράματα που είχα να σου πω, μείναν και μπαγιάτεψαν μες στο στομάχι μου· και θα 'θελα κατιτί που έχω τώρα στην άκρη της γλώσσας μου, τουλάχιστο, να μην πάει κι αυτό χαμένο.
- Πες το, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης, και κοίταξε να είσαι σύντομος· γιατί κανένας δεν είναι ευχάριστος, όταν είναι πολυλογάς.
- Ο λόγος μου λοιπόν, αφεντικό, αποκρίθηκε ο Σάντσος, είναι πως έχω κάμποσες μέρες που συλλογίζομαι πόσο λίγα είναι τα κέρδητα που έχει κανείς με το να πηγαίνει γυρεύοντας τέτοιες περιπέτειες, σαν κι αυτές που γυρεύει η ευγενία σου μέσα σε τούτες τις ερημιές και τους απόμακρους δρόμους, όπου, κι αν ακόμα νικάει κανείς και κερδίζει τις πιο επικίντυνες, δεν είναι κανένας για να τις δει και να τις μάθει, - κι έτσι είναι καταδικασμένες να μείνουν αιώνια άγνωστες, πράμα που κάνει άδικο και στους σκοπούς της ευγενίας σου και στα κατορθώματά σου. Και γι' αυτό θαρρώ πως θα 'τανε καλύτερα (εξόν αν έχει καμιά καλύτερη ιδέα η ευγενία σου), να πηγαίναμε να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας σε κανέναν αυτοκράτορα ή κανέναν άλλο τρανόν άρχοντα, που να βρίσκεται μπλεγμένος σε πόλεμο, έτσι που να μπορέσεις η ευγενία σου να δείξει την παλικαριά σου, τη μεγάλη σου δύναμη και τη μεγαλύτερη εξυπνάδα σου. Γιατί, όταν τα δει όλ' αυτά ο μεγάλος άρχοντας που θα υπηρετούμε, θα είναι αναγκασμένος να μας αντιπλερώσει, τον καθέναν κατά τα έργατά του. Και ούτε θα λείψει από κει ο άνθρωπος που θα βάλει στο χαρτί τα κατορθώματα της ευγενίας σου, για να μείνει η μνήμη τους αιώνια. Για τα δικά μου δε λέω τίποτα· γιατί θα είναι αναγκασμένα να μη βγουν έξω από τον κύκλο που είναι ορισμένος για τους ιπποκόμους -αν και θα μπορούσα να πω, πως αν ήτανε συνήθιο στην ιπποσύνη να γράφονται τα κατορθώματα των ιπποκόμων, δεν ήθελε μείνουν και τα δικά μου θαμμένα στη λησμονιά.
- Δεν τα λες άσκημα, Σάντσο, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης· όμως πριν να φτάσει κανένας ως εκεί, πρέπει πρώτα να γυρίσει τον κόσμο για να δοκιμαστεί, γυρεύοντας περιπέτειες, και ν' αποχτήσει με τα κατορθώματα του τέτοιο όνομα και τέτοια φήμη, ώστε, όταν θα παρουσιαστεί στο παλάτι κανενός μεγάλου μονάρχη, να είναι ήδη γνωστός από τα έργα του· και μόλις τόνε δουν τα παιδιά να μπαίνει από την πύλη στην πόλη μέσα, να τον πάρουν αμέσως από πίσω και να τον τριγυρίζουν φωνάζοντας και λέγοντας: «Να, αυτός είναι ο ιππότης του Ήλιου ή του Φιδιού» ή μ' όποιο άλλο σύμβολο να είναι γνωστός πως έκανε τα μεγάλα του τα κατορθώματα. «Αυτός είναι», θα λένε, «που νίκησε σε πρωτάκουστη μάχη το μέγα γίγα Μπροκαμπρούνο, το δυνατό· αυτός που λευτέρωσε το μέγα Μαμελούκο της Περσίας από τα μάγια που τον κρατούσαν μαγεμένο κάπου εννιακόσια χρόνια». Κι έτσι από στόμα σε στόμα θ' απλώνεται η φήμη των κατορθωμάτων του· κι αμέσως, από το θόρυβο που θα κάνουν τα παιδιά κι όλος ο άλλος κόσμος, θα παρουσιαστεί στα παραθύρια του βασιλικού του παλατιού ο βασιλιάς εκείνης της χώρας· και μόλις δει τον ιππότη και τον αναγνωρίσει από την πανοπλία του ή από το έμβλημα της ασπίδας του, δεν μπορεί παρά να πει:
«Εμπρός, όλοι οι ιππότες μου όσοι βρίσκονται στο παλάτι μου, ας βγουν έξω να δεχτούνε το άνθος της ιπποσύνης που έρχεται από πέρα!». Μ' αυτήν την προσταγή του θα βγουν όλοι έξω, και θα κατέβει κι ο ίδιος ίσαμε τα μισά της σκάλας, και θα τον αγκαλιάσει σφιχτά σφιχτά, και θα του δώσει στο πρόσωπο το φιλί της ειρήνης, κι αμέσως θα τον πάρει από το χέρι και θα τον πάει στα διαμερίσματα της βασίλισσας, όπου ο ιππότης θα τη βρει μαζί με την κόρη της την ινφάντα, που δεν μπορεί παρά να είναι από τις πιο ομορφύτερες και τις πιο τέλειες παρθένες που πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να βρει μέσα σ' ένα μεγάλο μέρος της οικουμένης. Και τότε κείνη θα ρίξει τα μάτια της απάνω στον ιππότη, κι ο ιππότης τα δικά του στα δικά της, κι ο καθένας τους θα φανεί στον άλλον σαν κάτι μάλλον θεϊκό παρά ανθρώπινο· και δίχως κι αυτοί να ξέρουν το πώς και γιατί, θα βρεθούν πιασμένοι και τυλιγμένοι μες στ' άλυτα δίχτυα του έρωτα και με μεγάλο πόνο στην καρδιά, επειδή δε θα ξέρουν πώς να πουν και να ομολογήσουν τους καημούς τους και τα αιτήματά τους. Από κει θα τον οδηγήσουν κατόπι, δίχως αμφιβολία, σε καμιά σάλα του παλατιού με πλούσια επίπλωση, όπου αφού του βγάλουν τ' άρματά του, θα του φέρουν να φορέσει έναν πολύτιμο πορφυρό μανδύα· και αν πια ήτανε τόσο όμορφος με την αρματωσιά του, άλλο τόσο και καλύτερος θα είναι με το βασιλικό αυτό φόρεμα. Σαν έρθει το βράδυ, θα δειπνήσει μαζί με το βασιλιά και τη βασίλισσα, καθώς και με τη βασιλοπούλα, που δε θα σηκώσει τα μάτια του μήτε μια στιγμή από πάνω της, κοιτάζοντας την κρυφά από τους άλλους· όπως θα κάνει και κείνη το ίδιο και με την ίδια τέχνη κι εξυπνάδα -γιατί, καθώς είπα και πριν, είναι μια πολύ προσεχτική και σεμνή κόρη. Όταν θα σηκώσουν πια το τραπέζι, θα παρουσιαστεί ξάφνου στην πόρτα της σάλας ένας μικρός κι άσκημος νάνος και από πίσω θ' ακολουθεί, ανάμεσο σε δυο γίγαντες, μια όμορφη αρχόντισσα, που θα 'ρθει να προτείνει κάποια περιπέτεια: αυτήν την περιπέτεια θα την έχει προετοιμάσει κάποιος πολύ αρχαίος μάγος, και κείνος που θα τη βγάλει πέρα νικηφόρος θα είναι ο καλύτερος ιππότης του κόσμου. Αμέσως ο βασιλιάς θα προστάξει όλους τους ιππότες που θα βρίσκονται εκεί να δοκιμάσουν την περιπέτεια· όμως κανένας δε θα μπορέσει να τη βγάλει πέρα, εξόν από τον ξένο ιππότη, το μουσαφίρη, που έτσι θα μεγαλώσει τη δόξα του και θα δώσει μεγάλη χαρά στη βασιλοπούλα, η οποία θα μείνει ευχαριστημένη κι ικανοποιημένη που έβαλε σε τόσο ψηλό μέρος τους στοχασμούς της και τα όνειρα της. Και το ευτύχημα είναι πως αυτός ο βασιλιάς ή ο πρίγκιπας, ή όποιος άλλος είναι, βρίσκεται σε πόλεμο τρομερό με κάποιον άλλον άρχοντα επίσης δυνατό, όπως αυτός· και ο ιππότης, ο μουσαφίρης (ύστερ' από μερικές μέρες που έκανε στο παλάτι), του ζητάει την άδεια να πάει να τον υπηρετήσει σ' αυτόν τον πόλεμο. Ο βασιλιάς θα του τη δώσει μεταχαράς, κι ο ιππότης θα του φιλήσει με πολλή ευγένεια τα χέρια για τη μεγάλη χάρη που του κάνει. Το ίδιο βράδυ θα πάει ν' αποχαιρετήσει τη δέσποινά του τη βασιλοπούλα μέσα από τα κάγκελα ενός κήπου, που βρίσκεται δίπλα στην κρεβατοκάμαρα της.
Στο ίδιο μέρος έχει ήδη κουβεντιάσει μαζί της πολλές φορές με τη βοήθεια μιας εμπιστεμένης της υπασπίστρας. Εκείνος θ' αναστενάζει, κι αυτή θα λιποθυμήσει· η υπασπίστρα της θα πάει να φέρει νερό, και θα 'χει μεγάλη στεναχώρια βλέποντας πως αρχίζει να ξημερώνει, γιατί δε θα 'θελε να φανερωθούν και να γίνει μια τέτοια ντροπή στην κυρά της. Στο τέλος η βασιλοπούλα θα συνέρθει και θα δώσει τα λευκά της χέρια μες από τα κάγκελα στον ιππότη, ο οποίος θα τα φιλήσει και θα τα ξαναφιλήσει χίλιες φορές, λούζοντάς τα με τα δάκρυα του. Κατόπι θα συμφωνήσουν οι δυο τους με ποιον τρόπο θα μηνούνε ο ένας στον άλλον τις καλές τους και τις κακές τους τύχες· και η βασιλοπούλα τον παρακαλεί να κάνει για να γυρίσει όσο μπορεί γρηγορότερα· εκείνος της το υπόσχεται με χίλιους όρκους και ξαναρχίζει να της φιλεί τα χέρια, και την αποχαιρετάει με τόση συγκίνηση, που κοντεύει ν' αφήσει εκεί τη ζωή του. Φεύγει από κει και πηγαίνει στην κάμαρα του, ρίχνεται απάνω στο κρεβάτι του, μα δεν μπορεί να κλείσει μάτι από τον καημό του χωρισμού. Σηκώνεται πρωί πρωί, και πάει ν' αποχαιρετίσει το βασιλιά και τη βασίλισσα και τη βασιλοπούλα. Όμως σαν αποχαιρέτισε τους δυο, του είπαν για τη βασιλοπούλα πως είναι λιγάκι ανήμπορη και δεν μπορεί να τόνε δεχτεί. Ο ιππότης συλλογιέται πως είναι από τον πόνο εξαιτίας του μισεμού* του· η καρδιά του σπαράζει, και μόλις κατορθώνει να κρατήσει κρυφή τη μεγάλη του θλίψη. Η εμπιστεμένη υπασπίστρα βρίσκεται εκεί και παρατηρεί όλα όσα γίνονται μπροστά της, και πάει και τα λέει όλα στην κυρά της, η οποία την ακούει κλαίοντας, και της λέει πως ένας από τους μεγαλύτερους καημούς της είναι που δεν ξέρει ποιος είναι ο ιππότης της, κι αν κρατάει από βασιλικό σόι ή όχι. Η συντρόφισσά της τήνε βεβαιώνει πως τόση χάρη, ευγενικότητα και παλικαριά, σαν του ιππότη της, δεν μπορεί να υπάρχει παρά σ' ένα πρόσωπο σπουδαίο κι από βασιλικό αίμα. Η θλιμμένη βασιλοπούλα παρηγοριέται μ' αυτά τα λόγια, και βάζει τα δυνατά της να κρύψει τον πόνο της, για να μη δώσει υποψία στους γονιούς της· κι ύστερ' από δυο μέρες παρουσιάζεται πάλι στον κόσμο. Ο ιππότης πια έχει φύγει: πολεμάει με τους εχθρούς του βασιλιά και τους νικάει, παίρνει ένα σωρό πολιτείες, θριαμβεύει σ' ένα σωρό μάχες. Ξαναγυρίζει στο παλάτι, ανταμώνει την αγαπημένη του στη συνηθισμένη τους μεριά, και μένει μαζί της σύμφωνος να τήνε ζητήσει για γυναίκα του από τον πατέρα της γι' αμοιβή των όσων έκανε για δαύτον. Ο βασιλιάς δε θέλει να του τήνε δώσει, γιατί δεν ξέρει ποιος είναι· όμως αυτός και μ' όλ' αυτά, είτε κλέβοντάς την, είτε μ' οποιονδήποτε άλλον τρόπο, κατορθώνει να την κάνει, τη βασιλοπούλα, γυναίκα του. Στο τέλος κι ο βασιλιάς μένει ευχαριστημένος από το γάμο και τον θεωρεί μάλιστα για μεγάλη τύχη·γιατί μαθαίνει και βεβαιώνεται πως ο ιππότης αυτός είναι γιος μεγάλου βασιλιά, δεν ξέρω τώρα σε ποιο βασίλειο -γιατί θαρρώ πως δε βρίσκεται γραμμένο μες στο χάρτη. Ο πατέρας πεθαίνει κατόπι, η βασιλοπούλα κληρονομάει και ο ιππότης γίνεται βασιλιάς όσο που να πεις κύμινο. Τότε πια είναι η ώρα ν' ανταμείψει και τον ιπποκόμο του κι όλους όσοι τόνε βοήθησαν για ν' ανέβει σ' ένα τόσο ψηλό αξίωμα. Τονε παντρεύει, τον ιπποκόμο του, με μια από τις νεαρές υπασπίστρες της βασιλοπούλας - δίχως αμφιβολία με την εμπιστεμένη στους έρωτές της, που είναι θυγατέρα ενός από τους μεγαλύτερους άρχοντες του τόπου.
- Αυτό μ' αρέσει... έκανε ο Σάντσος· και το περιμένω δίχως άλλο, γιατί όλα, όπως τα είπες, θα γίνουν στην ευγενία σου, με τ' όνομα του «Ιππότη της ελεεινής μορφής» που έχεις παρμένο...



(μτφρ. Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ)




           Ένας άνθρωπος μπορεί να επηρεάζεται από τα βιβλία που διαβάζει. Μπορεί όμως ένας άνθρωπος να συγκριθεί με ένα βιβλίο; Στη διάσημη τραγωδία Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Σαίξπηρ, η μητέρα της Ιουλιέτας συγκρίνει τον Πάρη, τον υποψήφιο σύζυγο της κόρης της, με ένα χειρόγραφο: 


 Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Πράξη 1η, Σκηνή 3η

ΚΥΡΙΑ ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΥ
Λοιπόν, τι λες; Μπορείς ν' αγαπήσεις αυτό το αρχοντόπουλο;
Θα τον γνωρίσεις απόψε, θα είναι στη γιορτή μας.
Κοίτα να καλοδιαβάσεις το πρόσωπό του και θα δεις
με πόση χάρη τον έχει ζωγραφίσει το χέρι της ομορφιάς! 
Εξέτασε πώς κάθε του χαρακτηριστικό με τ' άλλα δένει
και πώς ο συνδυασμός τους την όψη του ομορφαίνει·
κι ό,τι σου μείνει σκοτεινό απ' το πανέμορφο τούτο βιβλίο
γραμμένο είναι στα περιθώρια των ματιών του - και στα δύο!
Σαν τόμος χωρίς κάλυμμα είναι αυτός ο νέος:
δέσε τον να φανεί όσο του πρέπει ωραίος.
Μονάχα μέσα στο νερό μπορεί και ζει το ψάρι
κι ο όμορφος μονάχα ωραία σύζυγο πρέπει να πάρει.
Θαυμάζει ο κόσμος το ζευγάρι με κοινή πορεία
όπως χρυσόδετο βιβλίο με με χρυσή μέσα του ιστορία.
Άμα τον παντρευτείς, θα χαίρεσαι όλα τα καλά του,
χωρίς καθόλου να μειώνεσαι κοντά του.  

(μτφρ. Ερ. Μπελιές)




Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

Ο συμβολισμός στις τέχνες

      Ο συμβολισμός είναι ένα καλλιτεχνικό ρεύμα, γαλλικής, βελγικής και ρωσικής προέλευσης, που αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στην ποίηση και στις άλλες τέχνες. Η ονομασία «συμβολισμός» προέρχεται από τη συχνή και ιδιόμορφη χρήση των συμβόλων, στην οποία πιστεύουν ιδιαίτερα οι εκπρόσωποι του κινήματος. Ωστόσο, δε θα πρέπει να συγχέουμε την ευρύτερη έννοια του συμβόλου και του συμβολισμού με το συγκεκριμένο κίνημα: σύμβολα και συμβολισμοί κάθε είδους υπάρχουν χιλιάδες στην καθημερινή μας ζωή, όπως και στην ποίηση όλων των εποχών (π.χ. η σημαία είναι ένα σύμβολο, το περιστέρι συμβολίζει την ειρήνη). Για τους εκπροσώπους του ρεύματος ο συμβολισμός είναι κάτι πιο ειδικό και συγκεκριμένο. 
       Το Σεπτέμβριο του 1886, ο Γάλλος ποιητής Jean Μοréas (πρόκειται για τον ελληνικής καταγωγής Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο), δημοσίευσε το μανιφέστο του συμβολισμού στην παρισινή εφημερίδα Le Figaro. Αυτή ήταν η επίσημη εμφάνιση της νέας λογοτεχνικής σχολής, που θα κυριαρχήσει στη γαλλική ποίηση ως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
       Ο γαλλικός συμβολισμός γεννήθηκε ως αντίδραση στο ρεαλισμό και το νατουραλισμό. Οι ρίζες του κινήματος εντοπίζονται το 1857 στα Άνθη του Κακού του Charles Baudelaire. 


Spleen

Όταν, βαρύς και χαμηλός, ο ουρανός πλακώνει
το πνεύμα που απ'την πλήξη του την τόση αγκομαχάει
και γύρω τον ορίζοντα ολόκληρο τον ζώνει
και φως μουχρό, πιο θλιβερό κι απ'της νυχτός, σκορπάει΄

όταν η γη μια φυλακή λες κι είναι, μουσκεμένη,
όπου η Ελπίδα, φεύγοντας, σαν νυχτερίδα πάει
κι αγγίζει τη φτερούγα της στους τοίχους φοβισμένη
κι απά' σε σαπιοτάβανα την κεφαλή χτυπάει΄

όταν τ'ατέλειωτο η βροχή κλωτόνερό της χύνει,
που σιδερόφραχτη τη γη σαν κάτεργο την δείχτει,
και πλήθος άτιμες, βουβές αράχνες πάει και στήνει
βαθιά μες στο κεφάλι μας το δολερό του δίχτυ,

άξαφνα τότε ακούγονται καμπάνες φρενιασμένες,
που το φριχτό τους ουρλιαχτό στους ουρανούς σκορπάνε
καθώς ψυχές που τριγυρνούν απάτριδες,χαμένες,
κι αρχίζουνε θρηνητικά, με πείσμα, να βογκάνε.

Και κάποια, δίχως μουσική, νεκρών πολλών κηδεία
περνά από την ψυχή μου. Κλαίει για ελπίδα νικημένη
και στο σκυφτό κρανίο μου καρφώνει η Αγωνία
δεσποτική τη μαύρη της σημαία λυσσασμένη.

          Προδρομική μορφή του συμβολισμού θεωρείται και ο Αμερικανός Edgar Allan Poe. Στη Γαλλία, ο συμβολισμός συνδέθηκε αρκετά στενά με τους λεγόμενους «ποιητές της παρακμής» (decadents), όπως τον Arthur Rimbaud, τον Paul Verlain και το Stephan Mallarmé, ενώ αργότερα σπουδαίοι συμβολιστές ποιητές υπήρξαν ο Paul Claudel και ο Paul Valéry. Εξάλλου, εκτός Γαλλίας, ο συμβολισμός επηρέασε πολλούς ποιητές, μεταξύ των οποίων τους Rainer Maria Rilke και Stefan George στο γερμανόφωνο χώρο, τους W. Β. Yeats, Τ. Ε. Hulme, Ezra Pound και Τ. S. Eliot στον αγγλόφωνο χώρο και το Federico Garcia Lorca στην Ισπανία. 

Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας

Μου κλαίει ψιχάλα στην καρδιά
καθώς στην πόλη σιγοβρέχει.
Τι να’ ναι τούτη η ανημποριά
που μου ναρκώνει την καρδιά;
Γλυκό τραγούδι της βροχής
στις στέγες πάνω και στο χώμα.
Στη στεναχώρια μιας ψυχής
ω εσύ τραγούδι της βροχής!
Κάτι θρηνεί χωρίς αιτία
στην καρδιά τούτη που λιγώνει.
Πως έτσι; Καμιά προδοσία;
Η θλίψη αυτή δεν έχει αιτία.
Και είν’ ο μεγάλος πόνος ίσως
το να μην ξέρω γιατί μόνος,
χωρίς αγάπη, δίχως μίσος,
μέσα μου υπάρχει τόσος πόνος.


        Για το συμβολιστή ποιητή, η πραγματικότητα που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, δηλαδή ο εξωτερικός κόσμος, δεν έχει κανένα ποιητικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, τα πράγματα αυτού του κόσμου η ποίηση μπορεί να τα χρησιμοποιήσει ως διαμεσολαβητές, ως σύμβολα, για να φτάσει στο αληθινό της αντικείμενο: στην έκφραση ιδεών, ψυχικών ή νοητικών καταστάσεων, συναισθημάτων κτλ.· ή, μ' άλλα λόγια, στο ασυνείδητο και στο μυστήριο του εσωτερικού μας κόσμου. Με βάση αυτή τη γενική αρχή, τα χαρακτηριστικά της συμβολιστικής ποίησης μπορούν να καθοριστούν ως εξής:
  • η προσπάθεια απόδοσης των ψυχικών καταστάσεων με τρόπο έμμεσο και συμβολικό, δηλαδή μέσα από τη χρήση των συμβόλων· αυτή η προσπάθεια οδηγεί σε μια υπαινικτική και υποβλητική χρήση της γλώσσας, σε συνδυασμό με μια διαισθητική σύλληψη των πραγμάτων και μιαν αφθονία εικόνων και μεταφορών (όλα αυτά τα στοιχεία μαζί κάνουν ασφαλώς το ποίημα πιο δυσνόητο)
  • η αποφυγή της σαφήνειας και η προσπάθεια για τη δημιουργία ενός κλίματος ρευστού, συγκεχυμένου, ασαφούς και θολού, που συνυπάρχει με μια διάθεση ρεμβασμού, μελαγχολίας και ονειροπόλησης
  • η έντονη πνευματικότητα, ο ιδεαλισμός και, σε πολλές περιπτώσεις, ο μυστικισμός
  • η προσπάθεια να ταυτιστεί η ποίηση με τη μουσική, που εκδηλώνεται με την έντονη μουσικότητα και τον υποβλητικό χαρακτήρα του στίχου (απευθύνεται ταυτόχρονα στην ακοή και στο συναίσθημα)
  • οι πολλές τεχνικές, μορφολογικές και εκφραστικές καινοτομίες: χαλαρή ομοιοκαταληξία, ανομοιοκατάληκτος ή ελεύθερος στίχος, πολλά και πρωτότυπα σχήματα λόγου, ιδιόρρυθμη σύνταξη, νέο λεξιλόγιο κτλ.
  • ο περιορισμός του νοηματικού περιεχομένου του ποιήματος στο ελάχιστο: η ποίηση απαλλάσσεται από κάθε φιλοσοφικό και ηθικο-διδακτικό στοιχείο, καθώς και από ρητορισμούς ή θέματα του δημόσιου βίου· γίνεται αυτό που θα έπρεπε πάντοτε να είναι, δηλαδή καθαρή ποίηση (poésie pure), γεμάτη μαγεία και γοητεία.

     



      Με λίγα λόγια, ο συμβολισμός φέρνει μια επανάσταση στην ποίηση, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη μορφή: το ποίημα δεν έχει πλέον ως στόχο τη μίμηση της φύσης, του εξωτερικού κόσμου ή της πραγματικότητας αλλά τη δημιουργία ενός άλλου, διαφορετικού, ποιητικού κόσμου· εξάλλου, ως προς τα μορφολογικά ή τα δομικά χαρακτηριστικά, οδηγούμαστε μακριά από κάθε περιορισμό, προς τη διάλυση του ποιήματος.
      Γενικότερα, ο συμβολισμός φέρνει μια νέα άποψη για την ποίηση: τα ποιήματα δε χρησιμεύουν πλέον για να πούμε κάτι για τον κόσμο γύρω μας αλλά γίνονται ένας αυτόνομος κλάδος, ένας κόσμος ξεχωριστός, που διαφέρει από καθετί άλλο και υπάρχει πρώτα για τον εαυτό του. Η άποψη που έχουμε σήμερα για την τέχνη δε διαφέρει και πολύ από αυτήν.
        Τέλος, είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι οι καινοτομίες του συμβολισμού λειτούργησαν ως πρώτο βήμα για να ξεφύγουμε από την παραδοσιακή και να πορευθούμε προς τη νεοτερική ποίηση. Ακόμη και το γεγονός ότι με το συμβολισμό το ποίημα αρχίζει να γίνεται δυσπρόσιτο ή και ακατανόητο, ακόμη και αυτό μας φέρνει πιο κοντά στο μοντερνισμό, που ως βασικό του χαρακτηριστικό έχει ακριβώς αυτή την ερμητικότητα, αυτή τη δυσκολία στην προσέγγιση.
        Οι αυθεντικοί συμβολιστές στη χώρα μας είναι ελάχιστοι και αξίζει ίσως να αναφέρουμε τους Γιάννη Καμπύση, Σπήλιο Πασαγιάννη και Κωνσταντίνο Χατζόπουλο. Ο τελευταίος είναι και ο μόνος που προσπάθησε να εφαρμόσει το συμβολισμό στην πεζογραφία, στο μυθιστόρημά του Το φθινόπωρο (1917).
     Πέρα όμως από τους παραπάνω, συμβολιστικά στοιχεία ή επιρροές μπορούμε να εντοπίσουμε σε πολλούς ακόμη ποιητές, όχι μόνο στις αρχές του αιώνα μας αλλά και αργότερα· χαρακτηριστικά αναφέρουμε τους Λορέντζο Μαβίλη, Ιωάννη Γρυπάρη, Λάμπρο Πορφύρα, Κωστή Παλαμά, Κ. Π. Καβάφη, Μιλτιάδη Μαλακάση, Ζαχαρία Παπαντωνίου, Απόστολο Μελαχροινό κ.ά. 

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ήρθες


Ήρθες· και η μέρα ήταν χλωμή
και ήταν κρύο -
ήρθες, μα με απλωμένα τα πανιά
έμενε το πλοίο.


Ήρθες·
και τα πουλιά καθίσαν στα κλαδιά
και κελαηδούσαν,
και τα παράθυρα ήταν ανοιχτά
κι άνθη σκορπούσαν.


Ήρθες·
αλλά τα φύλλα στα κλαδιά
ήταν μαδημένα
και ήταν τα σύννεφα σταχτιά
και κρεμασμένα.


Κι ήταν η θάλασσα χλωμή
και ήτανε κρύο·
κι όλοι κοιτάζανε χλωμοί
που με απλωμένα τα πανιά
έμενε το πλοίο. 

Ιωάννης Γρυπάρης, Εστιάδες

Βαθιά άκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι ουρανοί
πάν' απ' την πολιτεία την κοιμισμένη·
κι άξαφνα σέρνει του Κακού το Πνεύμα μια φωνή,
τρόμου φωνή - κι όλοι πετιούνται αλαλιασμένοι.


«Έσβησε η άσβηστη φωτιά!» κι όλοι δρομούν φορά
τυφλοί μέσα στη νύχτα να προφτάσουν,
όχι μ' ελπίδα πως μπορεί να 'ν ψεύτρα η συμφορά,
παρά να δουν τα μάτια τους και τη χορτάσουν. 


Θαρρείς νεκροί κι απάριασαν τα μνήματ' αραχνά,
σύγκαιρα ορθοί για τη στερνή την κρίση,
κι ενώ οι ανέγνωμοι σπαρνούν μες σε κακό βραχνά,
μην τύχει τρέμουνε κανείς και τους ξυπνήσει. 


Μ' ένα πνιχτό μονόχνωτο αναφιλητό σκυφτοί
προς της Εστίας το Ναό τραβούνε,
και μπρος στην Πύλη διάπλατα τη χάλκινη ανοιχτή
ένα τα μύρια γίνουνται μάτια να ιδούνε. 


Και βλέπουν: με της γνώριμης αρχαίας των αρετής
το σχήμα τ' ανωφέλευτο ντυμένες,
στον προδομένο το Βωμόν εμπρός γονυπετείς
τις Εστιάδες, τις σεμνές, μα κολασμένες. 


Το κρίμα τους εστάθηκε μια άβουλη αναμελιά
κι αραθυμιά -σαν της δικής μας νιότης!
μα η Άγια Φωτιά, μια πόσβησε, δεν την ανάβει πλια
ανθρώπινο προσάναμμα ή πυροδότης. 


Κι όσο κι αν με τις φούχτες των σκορπίζουν στα μαλλιά
με συντριβή και με ταπεινοσύνη,
του κάκου! στη χλια χόβολη και μες στη στάχτη πλια
σπίθας ιδέα ούδ' έλπιση δεν έχει μείνει.


Κι είναι γραμμένη του χαμού η Πολιτεία· εχτός
αν, πρι ο καινούριος ο ήλιος ανατείλει,
κάμει το θάμα του ο ουρανός, και στ' άωρα της νυχτός
μακρόθυμος τον κεραυνό του κάτω στείλει. 


Κι αν είν' και πέσει απάνω τους, ας πέσει! όπως ζητά
το δίκιο κι οι Παρθένες το ζητούνε,
που ιδού τις με τα χέρια τους στα ουράνια σηκωτά
και την ψυχή στα μάτια τους τον προσκαλούνε.
 ..............................................................................
Τάχα το θάμα κι έγινε; Πες μου το να σ' το πω,
γνώμη άβουλη, γνώμη άδικη μιας νιότης
σαν τη δικιά μας, πόσβησεν έτσι χωρίς σκοπό
κι ακόμα ζει και ζένεται - με το σκοπό της!

        Βασικοί εκπρόσωποι του συμβολισμού στις εικαστικές τέχνες ήταν ο  Gustave Moreau και ο Gustav Klimt. Ο Moreau δέχτηκε επιρροές από την ιταλική Αναγέννηση και τον εξωτισμό. Άντλησε τα θέματά του κυρίως από το χώρο της μυθολογίας και αποτέλεσε σημείο αναφοράς για όλους τους μεταγενέστερους συμβολιστές καλλιτέχνες, όχι μόνο στις εικαστικές τέχνες, αλλά και στη λογοτεχνία.

Oedipus and the Sphinx (1864)
Europa and the Bull (1869)

The Sacred Elephant (Péri) (1885)
Hesiod and the Muse (1891)

         Ο Gustav Klimt έγινε αρχικά γνωστός μέσα από τα διακοσμητικά έργα που φιλοτέχνησε μαζί με τον αδελφό του, Ερνστ Κλιμτ, και τον Φραντς Ματς. Τα πρώιμα έργα του υπήρξαν περισσότερο συμβατικά. Ξεχωρίζουν ιδιαίτερα τα έργα της λεγόμενης "χρυσής περιόδου", χαρακτηριστικό της οποίας υπήρξε η αφθονία του χρυσού ως διακοσμητικό στοιχείο. Τέλος, ο Klimt επηρεάζεται από την ιαπωνική τέχνη. Γενικώς, ο ζωγράφος συνδύασε στοιχεία του συμβολισμού και της Αρ Νουβό, με παράλληλες επιρροές από την αρχαία ελληνική, μυκηναϊκή και αιγυπτιακή αγγειογραφία. 


Το φιλί (1907-1908)
Ιουδήθ 1 (1901)


Η βαρώνη Elisabeth Bachofen-Echt (1914-1916)
Οι φίλες (1916-1917)


         Η αισθητική του συμβολισμού φαίνεται ότι επηρέασε ιδιαίτερα τον Claude Debussy. Συνθέσεις όπως "Πέντε ποιήματα του Charles Baudelaire", διάφορες μελοποιήσεις ποιημάτων του Verlai, η όπερα "Πελλέας και Μελισσάνθη" σε λιμπρέττο του Maurice Maeterlinck και οι ημιτελείς συνθέσεις του που βασίζονται σε δύο διηγήματα του Poe, "Ο διάβολος στου καμπαναριό" και "Η πτώση του οίκου των Άσερ" μαρτυρούν ότι ο Debussy είχε επηρεαστεί βαθύτατα από το συμβολιστικό κίνημα. Το πιο γνωστό του έργο, "Πρελούδιο στο απόγευμα ενός φαύνου" αντελί την έμπνεσυή του από το ποίημα του Mallarmé "Το απόγευμα ενός φαύνου".