Η 23η Απριλίου έχει καθιερωθεί διεθνώς από την UNESCO ως Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου. Η επιλογή της ημερομηνίας δεν είναι τυχαία· συμπτωματικά, στις 23 Απριλίου του 1616 έφυγαν από τη ζωή δυο από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο William Shakespeare και ο Miguel de Cervantes. Ξεκινώντας από το 2016, η Ένωση Ελληνικού Βιβλίου, με τη συνεργασία της
Εταιρείας Συγγραφέων και του Ελληνικού Τμήματος της ΙΒΒΥ - Κύκλος του
Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, καθιέρωσε και στην Ελλάδα την 23η Απριλίου
ως Ημέρα Βιβλίου. Τη συγκεκριμένη ημέρα, αλλά και γενικότερα τον Απρίλιο διοργανώνονται διάφορες εκδηλώσεις για να τιμηθεί το βιβλίο και για να προωθηθεί η κουλτούρα της ανάγνωσης σε όλες τις ηλικίες, και ιδιαίτερα στους νέους, οι οποίοι έχουν κατηγορηθεί πολλές φορές ότι προτιμούν να περνούν το χρόνο τους μπροστά σε μια οθόνη αντί να διαβάζουν λογοτεχνία.
Αλλά η ανάγνωση ενός βιβλίου θεωρούνταν πάντοτε ωφέλιμη; Στο παρακάτω απόσπασμα από τον πασίγνωστο Δον Κιχώτη του Θερβάντες ο συγγραφέας σατιρίζει την επίδραση που ασκούσαν στον ομώνυμο ήρωά του τα ιπποτικά μυθιστορήματα που διάβαζε. Τα μυθιστορήματα αυτά είχαν εξάψει τόσο πολύ τη φαντασία του Δον Κιχώτη, ώστε εκείνος πίστευε ότι όσα διάβαζε ήταν αληθινά και πραγματοποιήσιμα και ότι θα μπορούσε να μοιάσει με τους ήρωες των βιβλίων του.
Ο Δον Κιχώτης (κεφάλαιο 21ο)
-
Αφεντικό θα 'θελες να μου δώσεις την άδεια να πω δυο κουβέντες στην ευγενία
σου; Γιατί από την ώρα που μου 'δωσες εκείνη τη σκληρή προσταγή για να σωπαίνω,
πάνω από τέσσερα πράματα που είχα να σου πω, μείναν και μπαγιάτεψαν μες στο
στομάχι μου· και θα 'θελα κατιτί που έχω τώρα στην άκρη της γλώσσας μου,
τουλάχιστο, να μην πάει κι αυτό χαμένο.
-
Πες το, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης, και κοίταξε να είσαι σύντομος· γιατί κανένας
δεν είναι ευχάριστος, όταν είναι πολυλογάς.
-
Ο λόγος μου λοιπόν, αφεντικό, αποκρίθηκε ο Σάντσος, είναι πως έχω κάμποσες
μέρες που συλλογίζομαι πόσο λίγα είναι τα κέρδητα που έχει κανείς με το να
πηγαίνει γυρεύοντας τέτοιες περιπέτειες, σαν κι αυτές που γυρεύει η ευγενία σου
μέσα σε τούτες τις ερημιές και τους απόμακρους δρόμους, όπου, κι αν ακόμα
νικάει κανείς και κερδίζει τις πιο επικίντυνες, δεν είναι κανένας για να τις
δει και να τις μάθει, - κι έτσι είναι καταδικασμένες να μείνουν αιώνια
άγνωστες, πράμα που κάνει άδικο και στους σκοπούς της ευγενίας σου και στα
κατορθώματά σου. Και γι' αυτό θαρρώ πως θα 'τανε καλύτερα (εξόν αν έχει καμιά
καλύτερη ιδέα η ευγενία σου), να πηγαίναμε να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας σε
κανέναν αυτοκράτορα ή κανέναν άλλο τρανόν άρχοντα, που να βρίσκεται μπλεγμένος
σε πόλεμο, έτσι που να μπορέσεις η ευγενία σου να δείξει την παλικαριά σου, τη
μεγάλη σου δύναμη και τη μεγαλύτερη εξυπνάδα σου. Γιατί, όταν τα δει όλ' αυτά ο
μεγάλος άρχοντας που θα υπηρετούμε, θα είναι αναγκασμένος να μας αντιπλερώσει,
τον καθέναν κατά τα έργατά του. Και ούτε θα λείψει από κει ο άνθρωπος που θα
βάλει στο χαρτί τα κατορθώματα της ευγενίας σου, για να μείνει η μνήμη τους
αιώνια. Για τα δικά μου δε λέω τίποτα· γιατί θα είναι αναγκασμένα να μη βγουν
έξω από τον κύκλο που είναι ορισμένος για τους ιπποκόμους -αν και θα μπορούσα
να πω, πως αν ήτανε συνήθιο στην ιπποσύνη να γράφονται τα κατορθώματα των
ιπποκόμων, δεν ήθελε μείνουν και τα δικά μου θαμμένα στη λησμονιά.
-
Δεν τα λες άσκημα, Σάντσο, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης· όμως πριν να φτάσει
κανένας ως εκεί, πρέπει πρώτα να γυρίσει τον κόσμο για να δοκιμαστεί,
γυρεύοντας περιπέτειες, και ν' αποχτήσει με τα κατορθώματα του τέτοιο όνομα και
τέτοια φήμη, ώστε, όταν θα παρουσιαστεί στο παλάτι κανενός μεγάλου μονάρχη, να
είναι ήδη γνωστός από τα έργα του· και μόλις τόνε δουν τα παιδιά να μπαίνει από
την πύλη στην πόλη μέσα, να τον πάρουν αμέσως από πίσω και να τον τριγυρίζουν
φωνάζοντας και λέγοντας: «Να, αυτός είναι ο ιππότης του Ήλιου ή του Φιδιού» ή
μ' όποιο άλλο σύμβολο να είναι γνωστός πως έκανε τα μεγάλα του τα κατορθώματα.
«Αυτός είναι», θα λένε, «που νίκησε σε πρωτάκουστη μάχη το μέγα γίγα
Μπροκαμπρούνο, το δυνατό· αυτός που λευτέρωσε το μέγα Μαμελούκο της Περσίας από
τα μάγια που τον κρατούσαν μαγεμένο κάπου εννιακόσια χρόνια». Κι έτσι από στόμα
σε στόμα θ' απλώνεται η φήμη των κατορθωμάτων του· κι αμέσως, από το θόρυβο που
θα κάνουν τα παιδιά κι όλος ο άλλος κόσμος, θα παρουσιαστεί στα παραθύρια του
βασιλικού του παλατιού ο βασιλιάς εκείνης της χώρας· και μόλις δει τον ιππότη
και τον αναγνωρίσει από την πανοπλία του ή από το έμβλημα της ασπίδας του, δεν
μπορεί παρά να πει:
«Εμπρός,
όλοι οι ιππότες μου όσοι βρίσκονται στο παλάτι μου, ας βγουν έξω να δεχτούνε το
άνθος της ιπποσύνης που έρχεται από πέρα!». Μ' αυτήν την προσταγή του θα βγουν
όλοι έξω, και θα κατέβει κι ο ίδιος ίσαμε τα μισά της σκάλας, και θα τον
αγκαλιάσει σφιχτά σφιχτά, και θα του δώσει στο πρόσωπο το φιλί της ειρήνης, κι
αμέσως θα τον πάρει από το χέρι και θα τον πάει στα διαμερίσματα της
βασίλισσας, όπου ο ιππότης θα τη βρει μαζί με την κόρη της την ινφάντα, που δεν
μπορεί παρά να είναι από τις πιο ομορφύτερες και τις πιο τέλειες παρθένες που
πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να βρει μέσα σ' ένα μεγάλο μέρος της οικουμένης. Και
τότε κείνη θα ρίξει τα μάτια της απάνω στον ιππότη, κι ο ιππότης τα δικά του
στα δικά της, κι ο καθένας τους θα φανεί στον άλλον σαν κάτι μάλλον θεϊκό παρά
ανθρώπινο· και δίχως κι αυτοί να ξέρουν το πώς και γιατί, θα βρεθούν πιασμένοι
και τυλιγμένοι μες στ' άλυτα δίχτυα του έρωτα και με μεγάλο πόνο στην καρδιά,
επειδή δε θα ξέρουν πώς να πουν και να ομολογήσουν τους καημούς τους και τα
αιτήματά τους. Από κει θα τον οδηγήσουν κατόπι, δίχως αμφιβολία, σε καμιά σάλα
του παλατιού με πλούσια επίπλωση, όπου αφού του βγάλουν τ' άρματά του, θα του
φέρουν να φορέσει έναν πολύτιμο πορφυρό μανδύα· και αν πια ήτανε τόσο όμορφος
με την αρματωσιά του, άλλο τόσο και καλύτερος θα είναι με το βασιλικό αυτό
φόρεμα. Σαν έρθει το βράδυ, θα δειπνήσει μαζί με το βασιλιά και τη βασίλισσα,
καθώς και με τη βασιλοπούλα, που δε θα σηκώσει τα μάτια του μήτε μια στιγμή από
πάνω της, κοιτάζοντας την κρυφά από τους άλλους· όπως θα κάνει και κείνη το
ίδιο και με την ίδια τέχνη κι εξυπνάδα -γιατί, καθώς είπα και πριν, είναι μια
πολύ προσεχτική και σεμνή κόρη. Όταν θα σηκώσουν πια το τραπέζι, θα
παρουσιαστεί ξάφνου στην πόρτα της σάλας ένας μικρός κι άσκημος νάνος και από
πίσω θ' ακολουθεί, ανάμεσο σε δυο γίγαντες, μια όμορφη αρχόντισσα, που θα 'ρθει
να προτείνει κάποια περιπέτεια: αυτήν την περιπέτεια θα την έχει προετοιμάσει
κάποιος πολύ αρχαίος μάγος, και κείνος που θα τη βγάλει πέρα νικηφόρος θα είναι
ο καλύτερος ιππότης του κόσμου. Αμέσως ο βασιλιάς θα προστάξει όλους τους
ιππότες που θα βρίσκονται εκεί να δοκιμάσουν την περιπέτεια· όμως κανένας δε θα
μπορέσει να τη βγάλει πέρα, εξόν από τον ξένο ιππότη, το μουσαφίρη, που έτσι θα
μεγαλώσει τη δόξα του και θα δώσει μεγάλη χαρά στη βασιλοπούλα, η οποία θα
μείνει ευχαριστημένη κι ικανοποιημένη που έβαλε σε τόσο ψηλό μέρος τους
στοχασμούς της και τα όνειρα της. Και το ευτύχημα είναι πως αυτός ο βασιλιάς ή
ο πρίγκιπας, ή όποιος άλλος είναι, βρίσκεται σε πόλεμο τρομερό με κάποιον άλλον
άρχοντα επίσης δυνατό, όπως αυτός· και ο ιππότης, ο μουσαφίρης (ύστερ' από
μερικές μέρες που έκανε στο παλάτι), του ζητάει την άδεια να πάει να τον υπηρετήσει
σ' αυτόν τον πόλεμο. Ο βασιλιάς θα του τη δώσει μεταχαράς, κι ο ιππότης θα του
φιλήσει με πολλή ευγένεια τα χέρια για τη μεγάλη χάρη που του κάνει. Το ίδιο
βράδυ θα πάει ν' αποχαιρετήσει τη δέσποινά του τη βασιλοπούλα μέσα από τα
κάγκελα ενός κήπου, που βρίσκεται δίπλα στην κρεβατοκάμαρα της.
Στο
ίδιο μέρος έχει ήδη κουβεντιάσει μαζί της πολλές φορές με τη βοήθεια μιας
εμπιστεμένης της υπασπίστρας. Εκείνος θ' αναστενάζει, κι αυτή θα λιποθυμήσει· η
υπασπίστρα της θα πάει να φέρει νερό, και θα 'χει μεγάλη στεναχώρια βλέποντας
πως αρχίζει να ξημερώνει, γιατί δε θα 'θελε να φανερωθούν και να γίνει μια
τέτοια ντροπή στην κυρά της. Στο τέλος η βασιλοπούλα θα συνέρθει και θα δώσει
τα λευκά της χέρια μες από τα κάγκελα στον ιππότη, ο οποίος θα τα φιλήσει και
θα τα ξαναφιλήσει χίλιες φορές, λούζοντάς τα με τα δάκρυα του. Κατόπι θα
συμφωνήσουν οι δυο τους με ποιον τρόπο θα μηνούνε ο ένας στον άλλον τις καλές
τους και τις κακές τους τύχες· και η βασιλοπούλα τον παρακαλεί να κάνει για να
γυρίσει όσο μπορεί γρηγορότερα· εκείνος της το υπόσχεται με χίλιους όρκους και
ξαναρχίζει να της φιλεί τα χέρια, και την αποχαιρετάει με τόση συγκίνηση, που
κοντεύει ν' αφήσει εκεί τη ζωή του. Φεύγει από κει και πηγαίνει στην κάμαρα
του, ρίχνεται απάνω στο κρεβάτι του, μα δεν μπορεί να κλείσει μάτι από τον
καημό του χωρισμού. Σηκώνεται πρωί πρωί, και πάει ν' αποχαιρετίσει το βασιλιά
και τη βασίλισσα και τη βασιλοπούλα. Όμως σαν αποχαιρέτισε τους δυο, του είπαν
για τη βασιλοπούλα πως είναι λιγάκι ανήμπορη και δεν μπορεί να τόνε δεχτεί. Ο
ιππότης συλλογιέται πως είναι από τον πόνο εξαιτίας του μισεμού* του· η καρδιά
του σπαράζει, και μόλις κατορθώνει να κρατήσει κρυφή τη μεγάλη του θλίψη. Η
εμπιστεμένη υπασπίστρα βρίσκεται εκεί και παρατηρεί όλα όσα γίνονται μπροστά
της, και πάει και τα λέει όλα στην κυρά της, η οποία την ακούει κλαίοντας, και
της λέει πως ένας από τους μεγαλύτερους καημούς της είναι που δεν ξέρει ποιος
είναι ο ιππότης της, κι αν κρατάει από βασιλικό σόι ή όχι. Η συντρόφισσά της
τήνε βεβαιώνει πως τόση χάρη, ευγενικότητα και παλικαριά, σαν του ιππότη της,
δεν μπορεί να υπάρχει παρά σ' ένα πρόσωπο σπουδαίο κι από βασιλικό αίμα. Η
θλιμμένη βασιλοπούλα παρηγοριέται μ' αυτά τα λόγια, και βάζει τα δυνατά της να
κρύψει τον πόνο της, για να μη δώσει υποψία στους γονιούς της· κι ύστερ' από
δυο μέρες παρουσιάζεται πάλι στον κόσμο. Ο ιππότης πια έχει φύγει: πολεμάει με
τους εχθρούς του βασιλιά και τους νικάει, παίρνει ένα σωρό πολιτείες,
θριαμβεύει σ' ένα σωρό μάχες. Ξαναγυρίζει στο παλάτι, ανταμώνει την αγαπημένη
του στη συνηθισμένη τους μεριά, και μένει μαζί της σύμφωνος να τήνε ζητήσει για
γυναίκα του από τον πατέρα της γι' αμοιβή των όσων έκανε για δαύτον. Ο βασιλιάς
δε θέλει να του τήνε δώσει, γιατί δεν ξέρει ποιος είναι· όμως αυτός και μ' όλ'
αυτά, είτε κλέβοντάς την, είτε μ' οποιονδήποτε άλλον τρόπο, κατορθώνει να την
κάνει, τη βασιλοπούλα, γυναίκα του. Στο τέλος κι ο βασιλιάς μένει
ευχαριστημένος από το γάμο και τον θεωρεί μάλιστα για μεγάλη τύχη·γιατί
μαθαίνει και βεβαιώνεται πως ο ιππότης αυτός είναι γιος μεγάλου βασιλιά, δεν
ξέρω τώρα σε ποιο βασίλειο -γιατί θαρρώ πως δε βρίσκεται γραμμένο μες στο
χάρτη. Ο πατέρας πεθαίνει κατόπι, η βασιλοπούλα κληρονομάει και ο ιππότης
γίνεται βασιλιάς όσο που να πεις κύμινο. Τότε πια είναι η ώρα ν' ανταμείψει και
τον ιπποκόμο του κι όλους όσοι τόνε βοήθησαν για ν' ανέβει σ' ένα τόσο ψηλό
αξίωμα. Τονε παντρεύει, τον ιπποκόμο του, με μια από τις νεαρές υπασπίστρες της
βασιλοπούλας - δίχως αμφιβολία με την εμπιστεμένη στους έρωτές της, που είναι
θυγατέρα ενός από τους μεγαλύτερους άρχοντες του τόπου.
- Αυτό μ'
αρέσει... έκανε ο Σάντσος· και το περιμένω δίχως άλλο, γιατί όλα, όπως τα
είπες, θα γίνουν στην ευγενία σου, με τ' όνομα του «Ιππότη της ελεεινής μορφής»
που έχεις παρμένο...
Ένας άνθρωπος μπορεί να επηρεάζεται από τα βιβλία που διαβάζει. Μπορεί όμως ένας άνθρωπος να συγκριθεί με ένα βιβλίο; Στη διάσημη τραγωδία Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Σαίξπηρ, η μητέρα της Ιουλιέτας συγκρίνει τον Πάρη, τον υποψήφιο σύζυγο της κόρης της, με ένα χειρόγραφο:
Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Πράξη 1η, Σκηνή 3η
ΚΥΡΙΑ ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΥ
Λοιπόν, τι λες; Μπορείς ν' αγαπήσεις αυτό το αρχοντόπουλο;
Θα τον γνωρίσεις απόψε, θα είναι στη γιορτή μας.
Κοίτα να καλοδιαβάσεις το πρόσωπό του και θα δεις
με πόση χάρη τον έχει ζωγραφίσει το χέρι της ομορφιάς!
Εξέτασε πώς κάθε του χαρακτηριστικό με τ' άλλα δένει
και πώς ο συνδυασμός τους την όψη του ομορφαίνει·
κι ό,τι σου μείνει σκοτεινό απ' το πανέμορφο τούτο βιβλίο
γραμμένο είναι στα περιθώρια των ματιών του - και στα δύο!
Σαν τόμος χωρίς κάλυμμα είναι αυτός ο νέος:
δέσε τον να φανεί όσο του πρέπει ωραίος.
Μονάχα μέσα στο νερό μπορεί και ζει το ψάρι
κι ο όμορφος μονάχα ωραία σύζυγο πρέπει να πάρει.
Θαυμάζει ο κόσμος το ζευγάρι με κοινή πορεία
όπως χρυσόδετο βιβλίο με με χρυσή μέσα του ιστορία.
Άμα τον παντρευτείς, θα χαίρεσαι όλα τα καλά του,
χωρίς καθόλου να μειώνεσαι κοντά του.
(μτφρ. Ερ. Μπελιές)