Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

Περιμένοντας τον... Samuel Beckett


            Ο Samuel Barclay Beckett ήταν Ιρλανδός λογοτέχνης, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε στο Foxrock, ένα προάστιο του Δουβλίνου, στις 13 Απριλίου του 1906. Σπούδασε γαλλική, ιταλική και αγγλική φιλολογία στο Trinity College στο Δουβλίνου από το 1923 έως το 1927. Έζησε στο Μπέλφαστ και στο Παρίσι, όπου και γνώρισε τον James Joyce. Με τον Joyce συνδέθηκε στενά και μάλιστα τον βοήθησε στην έρευνά του για το βιβλίο του Finnegans Wake. Δίδαξε στην École Normale Supérieure και είχε ως φοιτητές, μεταξύ άλλων, τον Jean-Paul Sartre και τη ‎Simone de Beauvoir. Ταξίδεψε στη Γερμανία και εκδήλωσε από νωρίς την απέχθειά του για τους Ναζί. Το 1938 βρέθηκε ξανά στο Παρίσι και για τα επόμενα χρόνια η ζωή του θυμίζει κινηματογραφική ταινία. Έγινε μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, γεγονός που τον οδήγησε στο νοσοκομείο. Εκεί γνώρισε την Suzanne Deschevaux-Dumesnil, τη γυναίκα με την οποία σχετίστηκε ερωτικά για περίπου μισό αιώνα ζωής. Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισέβαλαν στη χώρα, ο Beckett εντάχθηκε στη Γαλλική Αντίσταση. Κατόρθωσε, μάλιστα, να διασώσει τη Suzanne από τα χέρια της Γκεστάπο. 
        Το 1945 επέστρεψε στο Δουβλίνο. Εκεί, στο δωμάτιο της μητέρας του, βίωσε μια φοβερή αποκάλυψη: Κατάλαβε ότι το μέλλον του βρισκόταν στη λογοτεχνία κι ένιωσε ότι πρέπει να ξεφύγει από τη σκιά του Joyce, να αλλάξει κατεύθυνση και να ασχοληθεί με την "άγνοια" και την "αδυναμία". Έτσι, κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960 γράφει τα σημαντικότερα έργα του, αυτά που έμελλαν να τον καθιερώσουν. Το 1969 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για τους "νέους τρόπους έκφρασης που έχει εισαγάγει στην πεζογραφία και το δράμα". Πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου 1989. Έπασχε από εμφύσημα και πιθανότατα από τη νόσο του Πάρκινσον.
      Σημαντικά έργα του Becket: η τριλογία "Μολλόυ", "Ο Μαλόν πεθαίνει", "Ο ακατανόμαστος"· "Πρώτος έρωτας"· "Φαντασία νεκρή φαντάσου"· "Ο ερημωτής", "Περιμένοντας τον Γκοντό", "Τέλος του παιχνιδιού", "Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ", "Ευτυχισμένες μέρες", "Θέατρο" κ.ά. 

           Ο Beckett είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του λεγόμενου "θεάτρου του παραλόγου". Ο όρος οφείλεται στον κριτικό Martin Esslin, ο οποίος θεώρησε πως το έργο των συγγραφέων αυτών δίνει καλλιτεχνική άρθρωση στην φιλοσοφία του Αλμπέρ Καμύ πως η ζωή είναι έμφυτα χωρίς νόημα, όπως επεξηγείται στο έργο του Ο Μύθος του Σισύφου. Το είδος αυτό του θεάτρου κατάφερε να γίνει δημοφιλές αφού ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τόνισε την αβεβαιότητα και επισφαλή θέση της ανθρώπινης ζωής. Με βασικούς εκπροσώπους τους Α. Adamov, E. Albee, F. Arrabal, S. Beckett, J. Genet, E. Ionesco επικεντρώνεται στην υπαρξιακή αγωνία του μεταπολεμικού ανθρώπου, ο οποίος αδυνατεί να κατανοήσει τον παραλογισμό του καθημερινού βίου. Το θέατρο του παραλόγου αναφέρεται θεματολογικά στο υπαρξιακό αδιέξοδο, τη μοναξιά, την ιδεολογική ανεπάρκεια, τον εκφυλισμό της γλώσσας ως μέσου επικοινωνίας και αποκάλυψης της σκέψης. Στα δομικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά συγκαταλέγονται: η έλλειψη δράσης-πλοκής, η απο-ηρωοποίηση των χαρακτήρων, οι οποίοι συχνά θυμίζουν μηχανιστικά αυτόματα, η ανακολουθία στις δραματικές συγκρούσεις, τα γλωσσικά ολισθήματα και οι επαναλήψεις, τα γκροτέσκα στοιχεία, η απροσδιοριστία του δραματικού χωροχρόνου, οι ακυριολεξίες, ο ελλοχεύων αινικτικός λόγος που ενίοτε υπονομεύει εσωτερικά το κείμενο, το ανοικτό τέλος.  Σε αυτά τα γενικά χαρακτηριστικά ανταποκρίνονται τα περισσότερα έργα του είδους, τα οποία ωστόσο παρουσιάζουν σημαντική ανομοιογένεια μεταξύ τους. 
           Ένα από τα διασημότερα έργα του Samuel Beckett είναι το "Περιμένοντας τον Γκοντό" (En attendant Godot), του 1948-1949. Το θεατρικό ανέβηκε για πρώτη φορά στις 5 ιανουαρίου 1953 στο Théâtre de Babylone, στο Παρίσι. Στο έργο οι ήρωες περιμένουν έναν άνθρωπο που δεν έρχεται ποτέ. Η απουσία του Γκοντό έχει αποτελέσει το θέμα για πάμπολλες ερμηνείες του έργου. (Περισσότερες πληροφορίες για την υπόθεση και την ερμηνεία: εδώ, εδώ και εδώ). Μια ερμηνεία είναι ότι πρόκειται για την αγγλική λέξη God (θεός) και τη συχνή γαλλική κατάληξη -ot, κάτι που θα έδινε μια μεταφυσική διάσταση στο έργο, ωστόσο ο Beckett αρνιόταν πάντοτε αυτή την ερμηνεία. 

Αποσπάσματα από την Πρώτη Πράξη:

ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Θά 'πρεπε νά 'χει έρθει.
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Δεν είπε πως θά ῤθει οπωσδήποτε. 
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Κι αν δεν έρθει;
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Θα ξανάρθουμε αύριο.
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Και μετά μεθαύριο.
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Δεν αποκλείεται.
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Και ούτω καθεξής. 

[...] 

ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: (θριαμβευτικά). Α! 
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Το βρήκε.
ΠΟΤΖΟ: (ανυπόμονα). Λοιπόν;
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Γιατί δεν αφήνει κάτω τα μπαγάζια του;
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Άντε ρε!
ΠΟΤΖΟ: Είστε σίγουρος;
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Μπα, γαμώ το! Μας το είπατε αυτό! 
ΠΟΤΖΟ: Σας τό 'πα;
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Μας τό 'πε;
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Και στο κάτω κάτω τά 'χει αφήσει.
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: (ματιά προς τον Λάκυ). Γεγονός. Ε, και τι μ'αυτό;
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Αφού έχει αφήσει κάτω τα μπαγάζια του, δεν είναι δυνατόν να ρωτήσουμε γιατί δεν αφήνει κάτω τα μπαγάζια του.
ΠΟΤΖΟ: Ατράνταχτο επιχείρημα! 
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Και γιατί τα άφησε;
ΠΟΤΖΟ: Εδώ σας θέλω.
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Για να χορέψει.
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Σωστά!
ΠΟΤΖΟ: Σωστά! 



Απόσπασμα από τη Δεύτερη Πράξη: 
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Το βέβαιο είναι πως οι ώρες είναι ατέλειωτες, κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, και είμαστε αναγκασμένοι να τις σκοτώνουμε με διάφορα καμώματα που, πώς να το πω, που μπορεί εκ πρώτης όψεως να μοιάζουν λογικά, μέχρι που μας γίνονται συνήθεια. Θα μου πεις, βέβαια, πως το κάνουμε για να μη χάσουμε τα λογικά μας. Αναμφισβήτητα. Μήπως όμως δεν έχουμε κιόλας χαθεί στα αέναα κι ανήλιαγα αβυσσαλέα βάθη; Αυτό λέω καμιά φορά με το νου μου. Παρακολουθείς το συλλογισμό μου;
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: (αποφθεγματικά). Όλοι μας γεννιόμαστε τρελοί. Και μερικοί παραμένουν δια βίου. 






Πηγές:  
Σάμιουελ Μπέκετ (βικιπαίδεια)
Samuel Beckett (wikipedia)
Σάμουελ Μπέκετ: Ένας υπαρξιστής φιλόσοφος του παραλόγου (tvxs)
Σάμιουελ Μπέκετ. (Ξανα)θυμήσου τα κορυφαία θεατρικά του (Athens Voice)
Beckett, Samuel, 1906-1989 (biblionet)
Θέατρο του Παραλόγου (βικιπαίδεια)
θέατρο του παραλόγου (ψηφιακά σχολικά βιβλία)
Περιμένοντας τον Γκοντό (βικιπαίδεια) 
Σάμουελ Μπέκετ, Περιμένοντας τον Γκοντό. Μια ιλαροτραγωδία σε δύο πράξεις, μετάφραση Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Ύψιλον, Αθήνα, 2007.




 
 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου