![]() |
Η πολιορκία της Κωνσταντινουπόλης (Σκέψις Μακρυγιάννη, πίνακας Π. Ζωγράφου, 1836). |
Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆς, σημαίνουν τὰ ἐπουράνια,
σημαίνει κι ἡ Ἁγιά-Σοφιά, τὸ μέγα μοναστήρι,
μὲ τετρακόσια σήμαντρα κι ἑξήντα δυὸ καμπάνες,
κάθε καμπάνα καὶ παπᾶς, κάθε παπᾶς καὶ διάκος.
Ψάλλει ζερβὰ ὁ βασιλιάς, δεξιὰ ὁ πατριάρχης,
κι ἀπ᾿ τὴν πολλὴ τὴν ψαλμουδιὰ ἐσειόντανε οἱ κολόνες.
Νὰ μποῦνε στὸ χερουβικὸ καὶ νά ῾βγει ὁ βασιλέας,
φωνὴ τοὺς ἦρθε ἐξ οὐρανοῦ κι ἀπ᾿ ἀρχαγγέλου στόμα:
«Πάψετε τὸ χερουβικὸ κι ἂς χαμηλώσουν τ᾿ Ἅγια,
παπάδες πᾶρτε τὰ ἱερὰ καὶ σεῖς κεριὰ σβηστῆτε,
γιατί ῾ναι θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ τουρκέψει.
Μόν᾿ στεῖλτε λόγο στὴ Φραγκιά, νὰ ῾ρθοῦν τρία καράβια,
τό ῾να νὰ πάρει τὸ σταυρὸ καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ βαγγέλιο,
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο, τὴν ἅγια Τράπεζά μας,
μὴ μᾶς τὴν πάρουν τὰ σκυλιὰ καὶ μᾶς τὴ μαγαρίσουν».
Ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καὶ δάκρυσαν οἱ εἰκόνες.
«Σώπασε κυρὰ Δέσποινα, καὶ μὴ πολυδακρύζῃς,
πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ῾ναι».
![]() |
Το τουρκικό πυροβολικό μπροστά στην Κωνσταντινούπολη. Μικρογραφία χειρογράφου (Κωνσταντινούπολη, βιβλιοθήκη Τοπκαπί). |
Δίπλα στο λαό λογιότεροι στιχουργοί γράφουν "Θρήνους" σε στίχους πολύ μετριότερους. Ξεχωρίζει το "Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης", ίσως γιατί βρίσκεται πιο κοντά στην αίσθηση του λαϊκού στίχου.
Θρήνος, κλαυμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλην την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τις το ’πεν; Τις το μήνυσε; Πότέ ’λθεν το μαντάτο; (5)
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
«Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;
«Έρκομαι ακ τ’ ανάθεμα κ’ εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην· (10)
απέ την Πόλην ερχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν δε βαστώ, αμμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.
Οι Τούρκοι ότε ήρθασιν, επήρασιν την Πόλην,
απώλεσαν τους χριστιανούς εκεί και πανταχόθεν.» (15)
«Στάσου, καράβι, να χαρής, πάλι να σε ρωτήσω:
Εκεί ’λαχε ο βασιλεύς, ο κύρης Κωνσταντίνος,
ο φρένιμος, ο δυνατός, ο περισσά ανδρειωμένος,
ο πράγος, ο καλόλογος, η φήμη των Ρωμαίων;»
«Εκεί ’λαχεν ο Δράγασης ο κακομοιρασμένος. (20)
Σαν είδεν τ’ άνομα σκυλιά κ’ εχάλασαν τους τοίχους
κ’ ετρέξασιν κ’ εμπήκασιν πεζοί και καβαλλάροι
κ’ εκόπταν τους χριστιανούς ως χόρτο στο λιβάδιν
βαριά-βαριά ’ναστέναξεν μετά κλαυθμού και είπε:
“Ελέησον! πράγμα το θωρούν τα δολερά μου μάτια!(25)
Πώς έχω μάτια και θωρώ! Πώς έχω φως και βλέπω!
Πώς έχω νούν και πορπατώ στον άτυχον τον κόσμον!
Θωρώ, οι Τούρκοι ’νέβησαν εις την αγίαν Πόλην
και τώρα αφανίζουσιν εμέν και τον λαόν μου”.
Εβίγλισεν ο ταπεινός δεξιά και αριστερά του· (30)
θωρεί, φεύγουν οι Κρητικοί, φεύγουν οι Γενουβήσοι·
φεύγουσιν οι Βενέτικοι κ’ εκείνος απομένει.
Ελάλησεν ο ταπεινός με τα καμένα χείλη:
“Εσείς, παιδιά μου, φεύγετε, πάτε να γλυτωθήτε·
κ’ εμέναν πού μ’ αφήνετε τον κακομοιρασμένο; (35)
Αφήνετέ με στά σκυλιά κ’ εις του θεριού το στόμα.
Κόψετε το κεφάλιν μου, χριστιανοί Ρωμαίοι·
επάρετέ το, Κρητικοί, βαστάτε το στην Κρήτην
να το ιδούν οι Κρητικοί να καρδιοπονέσουν,
να δείρουσι τα στήθη τους, να χύσουν μαύρα δάκρυα (40)
και να με μακαρίσουσιν ότι ούλους τους αγάπουν·
μηδέν με πιάσουν τα σκυλιά, μηδέν με κυριεύσουν·
(ότι ανελεήμονα των ασεβών τα σπλάχνα)
μηδέν με παν στον αμιρά, το σκύλον Μαχουμέτην,
με το θλιμμένον πρόσωπον, με τα θλιμμένα μάτια, (45)
με την τρεμούραν την πολλήν, με τα καμένα χείλη·
και θέση πόδαν άτακτο εις τον εμόν αυχένα·
(εις βασιλέως τράχηλον δεν πρέπει πους ανόμου)
μη με ρωτήσ’ ο άνομος, να πη:“πού ’ν’ ο Θεός σου;”,
να ρίση ο σκύλος τα σκυλιά να με κακολογήσουν, (50)
να παίξουσιν το στέμμα μου, να βρίσουν την τιμήν μου·
απήν με βασανίσουσιν και τυραννίσουσίν με,
να κόψουν το κεφάλιν μου, να μπήξουν εις κοντάριν,
να σκίσουν την καρδία μου, να φαν τα σωτικά μου,
να πιούν από το αίμα μου, να βάψουν τα σπατιά τους (55)
και να καυχούντ’ οι άνομοι εις την απώλειάν μου»
Ήλιε μου, ανάτειλε παντού, σ’ ούλον τον κόσμον φέγγε
κ’ έκτεινε τας ακτίνας σου σ’ όλην την οικουμένη
κ’ εις την Κωσταντινόπολην, την πρώην φουμισμένην
και τώρα την Τουρκόπολην, δεν πρέπει πιο να φέγγης. (60)
Αλλ’ ουδέ τας ακτίνας σου πρέπει εκεί να στέλλης
να βλέπουν τ’ άνομα σκυλιά τες ανομιές να κάμνουν,
ίνα ποίσου στάβλους εκκλησιές, να καίουν τας εκόνας,
να σχίζουν, να καταπατούν τα ’λόχρουσα βαγγέλια,
να καθυβρίζουν τους σταυρούς, να τους κατατσακίζουν, (65)
να παίρνουσιν τ’ ασήμια τους και τα μαργαριτάρια
και των αγίων τα λείψανα τα μοσχομυρισμένα
να καίουν, ν’ αφανίζουσιν, στην θάλασσα να ρίπτουν,
να παίρνουν τα λιθάρια των και την ευκόσμησίν των
και στ’ άγια δισκοπότηρα κούπες κρασί να πίνουν. (70)
Άρχοντες, αρκοντόπουλοι, αρχόντισσες μεγάλες,
ευγενικές και φρένιμες, ακριβαναθρεμμένες,
ανέγλυτες πανεύφεμες, ύπανδρες και χηράδες
και καλογριές ευγενικές, παρθένες, ηγουμένες
(Άνεμος δεν τους έδιδε, ήλιος ουκ έβλεπέν τες, (75)
εψάλλαν, ενεγνώθασι εις τ’ άγια μοναστήρια)
ηρπάγησαν ανηλεώς ως καταδικασμένες!
Πώς να τες πάρουν στην Τουρκιά, σκλάβες να πουληθούσιν
και να τες διασκορπίσουσιν Ανατολήν και Δύσην!
Γυμνές και ανυπόλυτες, δαρμένες, πεινασμένες, (80)
να βλέπουν βούδια, πρόβατα, άλογα και βουβάλια,
παπίτσες, χήνες και έτερα . . . . . . .
και το βραδύ να μένουσιν με τους μουσουλουμάνους
και να τες μαγαρίζουσιν, μπαστάρδια να γεννούσιν,
μουσουλουμάνοι να γενού και σκύλοι ματοπίνοι, (85)
να πολεμούν χριστιανούς και να τους αφανίζουν!
Μην το πομένης, ουρανέ, και γη, μην το βαστάξης·
ήλιε, σκότασε το φως, σελήνη μεν τους δώσης.
Είπω και τίποτε μικρόν αλληγορίας λόγον:
Ήλιον τάξε νοητόν τον Μέγαν Κωνσταντίνο· (90)
σελήνη επονόμασε την νέαν του την Πόλην.
Μη σου φανή παράξενο τούτον απού σου λέγω:
κόσμο μέγαν τον άνθρωπον Θεός επονομάζει,
ον έθετο εις τον μικρόν κόσμον, την πάσα κτίση.
Αυτός λοιπόν εκόσμησε ο Μέγας Κωνσταντίνος (95)
την Πόλην την εξάκουστην, ην βλέπεις και ακούεις,
καθώς την κλήσιν έλαβεν και την επωνυμίαν.
Ομοίως Ουστινιανός εκόσμησεν μεγάλως,
έκτισεν την Αγιάν Σοφιά, το θέαμαν το μέγα·
παραπλησίον γέγονε Σιών τής παναγίας. (100)
Εκείνοι ήσαν ήλιος κ’ η Πόλη ’ν’ η σελήνη.
(Χωρίς ηλίου πούποτε σελήνη ουδέν λάμπει.)
Εκείνοι γαρ οι βασιλείς, οι ευσεβείς, οι θείοι,
έλαμπον, εφωτίζασιν την παναγίαν Πόλην,
την Δύσην, την Ανατολήν, όλην την οικουμένην. (105)
Όταν εις νουν αθυμηθώ της Πόλεως τα κάλλη,
στενάζω και οδύρομαι και τύπτω εις το στήθος,
κλαίω και χύνω δάκρυα μεθ’ οιμωγής και μόχθου.
Ο κόσμος της Αγιάς Σοφιάς, τα πέπλα της τραπέζας
της παναγίας, της σεπτής, τα καθιερωμένα, (110)
τα σκεύη τα πανάγια και πού να καταντήσαν;
Άρα έβλεπεν ο άγγελος, ως ήτον τεταγμένος,
όστις και έταξεν ποτέ του πάλαι νεανίσκου;
Είπεν γαρ «ουκ εξέρχομαι έως ότου να έλθης»
Ο νεανίας έρχεται, ο άγγελος απήλθεν· (115)
ουχί εκείνος ο ποτέ παίδας των εκτητόρων,
αλλ’ άλλος παίδας έφθασε, πρόδρομος Αντιχρίστου,
και άγγελοι και άγιοι πλέον ου βοηθούσι.
![]() |
Είσοδος των Τούρκων στην Κωνσταντινούπολη. Πίνακας του Μπ. Κόνσταντ, Μουσείο των Αυγουστίνων, Τουλούζη |
Ἕναν πουλίν, καλὸν πουλὶν ἐβγαίν᾿ ἀπὸ τὴν Πόλιν,
οὐδὲ στ᾿ ἀμπέλια κόνεψεν οὐδὲ στὰ περιβόλιαν,
ἐπῆγεν καί-ν ἐκόνεψεν ἅ σου Ἠλί᾿ τὸν κάστρον.
Ἐσεῖξεν τ᾿ ἕναν τὸ φτερὸν σὸ αἷμα βουτεμένον,
ἐσεῖξεν τ᾿ ἄλλο τὸ φτερόν, χαρτὶν ἔχει γραμμένον,
Ἀτὸ κανεὶς κι ἀνέγνωσεν, οὐδ᾿ ὁ μητροπολίτης
ἕναν παιδίν, καλὸν παιδίν, ἔρχεται κι ἀναγνώθει.
Σίτ᾿ ἀναγνῶθ᾿ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει τὴν καρδίαν.
«Ἀλὶ ἐμᾶς καὶ βάι ἐμᾶς, πάρθεν ἡ Ρωμανία!»
Μοιρολογοῦν τὰ ἐκκλησιάς, κλαῖγνε τὰ μοναστήρια
κι ὁ Γιάννες ὁ Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μὴ κλαῖς, μὴ κλαῖς Ἅϊ-Γιάννε μου, καὶ δερνοκοπισκᾶσαι
-Ἡ Ρωμανία πέρασε, ἡ Ρωμανία ῾πάρθεν.
-Ἡ Ρωμανία κι ἂν πέρασεν, ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλον.
![]() |
Η Άλωση της Πόλης (Πίνακας του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, 1930) |