Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά την Πρωτομαγιά του 1909. Η
οικογένειά του, μεγαλοκτηματίες της περιοχής, καταστράφηκε οικονομικά λίγα
χρόνια αργότερα και, το χειρότερο, βυθίστηκε στο πένθος. Το 1921 πεθαίνει
φυματικός ο μεγάλος γιος, δόκιμος αξιωματικός του ναυτικού, καθώς και η μητέρα,
το λατρεμένο πρόσωπο του ποιητή, από την ίδια αρρώστια. Το «νεκρό σπίτι» έμελλε
να σφραγίσει τη ζωή και το έργο του. Τα πρώτα του ποιήματα δημοσιεύονται στη Διάπλαση
των παίδων το 1924, με το ψευδώνυμο «Ιδανικό όραμα». Το 1925 εγκαθίσταται
στην Αθήνα, όπου εργάζεται για λίγο ως δακτυλογράφος και αντιγραφέας
συμβολαίων. Το επόμενο έτος προσβάλλεται κι αυτός από φυματίωση. Η ζωή του για
πολλά χρόνια θα μοιράζεται ανάμεσα σε φθισιατρεία και σε διάφορες δουλειές με
εξευτελιστικούς όρους (ηθοποιός, χορευτής, διορθωτής και επιμελητής κειμένων).
Στο σανατόριο «Σωτηρία» όπου νοσηλεύεται (1927-30) μυείται στον μαρξισμό από
μέλη του ΚΚΕ. Το «ιδανικό όραμα» ανακαλύπτει το κοινωνικό όραμα.
1937-43:
Είναι η περίοδος της λυρικής έκρηξης.
1944-53:
Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής ο ποιητής είναι καθηλωμένος στο κρεβάτι από
σοβαρή υποτροπή της αρρώστιας. Συμμετέχει στο καλλιτεχνικό τμήμα του ΕΑΜ. Πολλά
από τα γραπτά του, μεταξύ των οποίων και ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα,
καταστράφηκαν στα Δεκεμβριανά. Στον Εμφύλιο, εξορίζεται στη Λήμνο (1948), στη
Μακρόνησο (1949), στον Αϊ-Στράτη (1950). Απελευθερώνεται το 1952.
1954-67:
Το 1954 ο Ρίτσος παντρεύεται τη γιατρό Γαρυφαλιά (Φαλίτσα) Γεωργιάδη. Τα χρόνια
που ακολουθούν είναι ανάπαυλα ειρήνης και γαλήνης στο σπιτικό περιβάλλον. Γεννιέται
η κόρη του Έρη. Η εποχή αυτή θα φέρει καινούργια καρποφορία. Εσωτερικές
διεργασίες και αντικειμενικές συνθήκες αποδεσμεύουν πολύτιμη ύλη που θα
οδηγήσει το έργο του στην αιχμή της σύγχρονης ποίησης. Είναι η περίοδος των
υψηλών συλλήψεων και των ευρηματικών μορφικών τρόπων της Τέταρτης διάστασης,
που εγκαινιάζεται με την κλασική στην οικονομία της και την υποβλητική της
γοητεία Σονάτα του σεληνόφωτος (1956, Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης).
1967-72:
Αμέσως μετά το πραξικόπημα του 1967, ο Ρίτσος οδηγείται πάλι στην εξορία
(Γυάρος, Λέρος) και, στη συνέχεια, τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο
έως το τέλος του 1970. Παράλληλα, αντιμετωπίζει το φάσμα του θανάτου
(νοσηλεύεται στον «Άγιο Σάββα» φρουρούμενος). Από την άλλη, η διάσπαση του ΚΚΕ
και η επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία κάθε άλλο παρά θα τονώσουν το ηθικό του. Και
όμως, η ζοφερή επταετία θα είναι η πιο παραγωγική του περίοδος. Το πλήθος των
βραβείων και των τιμητικών διακρίσεων στο εξωτερικό, όπως και οι μεταφράσεις
ποιημάτων του σε διάφορες γλώσσες μαρτυρούν την ολοένα και μεγαλύτερη διεθνή
απήχηση του έργου του.
1972-83:
Τα έργα του ευαγγελίζονται τον αντιδικτατορικό ξεσηκωμό (Πολυτεχνείο), αλλά και
εγκαινιάζουν νέους εκφραστικούς τρόπους. Μετα-υπερρεαλιστική, εξπρεσιονιστική
γραφή, αμάλγαμα λόγιας και λαϊκής γλώσσας.
Ο Γιάννης Ρίτσος πέθανε στις 11 Νοεμβρίου 1990,
αφήνοντας πενήντα (!) ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων.
Έργα:
Τρακτέρ (1934), Πυραμίδες (1935), Επιτάφιος (1936), Το τραγούδι της αδελφής μου
(1937), Εαρινή συμφωνία (1938), Εμβατήριο του ωκεανού
(1940), Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής (1943), Δοκιμασία (1943),
Τελευταία π. Α. εκατονταετία (1942), Τρία χορικά, (1944-47), Ρωμιοσύνη, Η
Κυρά των Αμπελιών (1945-47), Πέτρινος χρόνος (1949), Ημερολόγια
εξορίας, Οι γειτονιές του κόσμου (1949-51), Ανυπόταχτη πολιτεία
(1952-53), Πρωινό άστρο (1955), Μαρτυρίες (1963, 1966), η τριπλή
συλλογή Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα (1968), Ο αφανισμός της Μήλος
(1971), Τέταρτη Διάσταση (1972), Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής
πατρίδας (1973), Διάδρομος και Σκάλα (1973), Ο τοίχος μέσα στον
καθρέφτη (1974), Γραφή τυφλού (1979), Γκραγκάντα (1973), Κωδωνοστάσιο
(1974), Εικονοστάσιο ανώνυμων αγίων (1983-86), Αργά, πολύ αργά
μέσα στη νύχτα (1991 – μεταθανάτια έκδοση) κ.ά.
![]() |
Η μάνα του δολοφονημένου
καπνεργάτη Τάσου Τούση, θρηνεί πάνω απ’ το άψυχο σώμα του παιδιού της. Η
φωτογραφία δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη της 10/5/1936
|
Τον Μάιο του
1936 η αιματηρή καταστολή της διαδήλωσης των απεργών καπνεργατών στη
Θεσσαλονίκη τού εμπνέει τον Επιτάφιο, αυτό το μοιρολόι της μάνας μπροστά
στο σώμα του σκοτωμένου γιου της, που μετατρέπεται σε κοινωνική διαμαρτυρία.
Αντίτυπα του Επιτάφιου ρίχτηκαν στην πυρά από τη δικτατορία της 4ης
Αυγούστου, μαζί με άλλα βιβλία, σε ειδική «τελετή» στους Στύλους του Ολυμπίου
Διός.
Επιτάφιος (απόσπασμα)
– VI –
Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω,
ἄνοιξη, γιέ, που ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω
Στὸ λιακωτό καὶ κοίταζες καὶ δίχως νὰ χορταίνεις
ἄρμεγες μὲ τὰ μάτια σου τὸ φῶς τῆς οἰκουμένης
Καὶ μὲ τὸ δάχτυλο ἁπλωτό μοῦ τἄδειχνες ἕνα-ἕνα
τὰ ὅσα γλυκά, τὰ ὅσα καλά κι ἀχνά καὶ ροδισμένα
Καὶ μοὔδειχνες τὴ θάλασσα νὰ φέγγει πέρα, λάδι,
καὶ τὰ δεντρά καὶ τὰ βουνά στὸ γαλανό μαγνάδι
Καὶ τὰ μικρά καὶ τὰ φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αὐτές τὶς διαμαντόπετρες που ἵδρωνε δίπλα ἡ στάμνα.
Μά, γιόκα μου, κι ἂν μοὔδειχνες τ' ἀστέρια καὶ τὰ πλάτια,
τἄβλεπα ἐγὼ πιό λαμπερά στὰ θαλασσιά σου μάτια.
Καὶ μοῦ ἱστοροῦσες μὲ φωνὴ γλυκειά, ζεστή κι ἀντρίκια
τόσα ὅσα μήτε τοῦ γιαλοῦ δέ φτάνουν τὰ χαλίκια
Καὶ μοὔλεες, γιέ, πὼς ὅλ' αὐτά τὰ ὡραῖα θἆναι δικά μας,
καὶ τώρα ἐσβήστης κ' ἔσβησε τὸ φέγγος κ’ ἡ φωτιά μας.
Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω,
ἄνοιξη, γιέ, που ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω
Στὸ λιακωτό καὶ κοίταζες καὶ δίχως νὰ χορταίνεις
ἄρμεγες μὲ τὰ μάτια σου τὸ φῶς τῆς οἰκουμένης
Καὶ μὲ τὸ δάχτυλο ἁπλωτό μοῦ τἄδειχνες ἕνα-ἕνα
τὰ ὅσα γλυκά, τὰ ὅσα καλά κι ἀχνά καὶ ροδισμένα
Καὶ μοὔδειχνες τὴ θάλασσα νὰ φέγγει πέρα, λάδι,
καὶ τὰ δεντρά καὶ τὰ βουνά στὸ γαλανό μαγνάδι
Καὶ τὰ μικρά καὶ τὰ φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αὐτές τὶς διαμαντόπετρες που ἵδρωνε δίπλα ἡ στάμνα.
Μά, γιόκα μου, κι ἂν μοὔδειχνες τ' ἀστέρια καὶ τὰ πλάτια,
τἄβλεπα ἐγὼ πιό λαμπερά στὰ θαλασσιά σου μάτια.
Καὶ μοῦ ἱστοροῦσες μὲ φωνὴ γλυκειά, ζεστή κι ἀντρίκια
τόσα ὅσα μήτε τοῦ γιαλοῦ δέ φτάνουν τὰ χαλίκια
Καὶ μοὔλεες, γιέ, πὼς ὅλ' αὐτά τὰ ὡραῖα θἆναι δικά μας,
καὶ τώρα ἐσβήστης κ' ἔσβησε τὸ φέγγος κ’ ἡ φωτιά μας.
Το 1959, από
το Παρίσι, εμφανίζεται ο Μίκης Θεοδωράκης, που έχει μελοποιήσει το ποίημα. Το
έγραφε στο αυτοκίνητο του, περιμένοντας τη γυναίκα του που είχε πάει για ψώνια,
σημειώνοντας τις νότες στο βιβλίο που του είχε στείλει ο ίδιος ο Ρίτσος.
Κατόπιν το στέλνει πίσω στον Ρίτσο, στον Βύρωνα Σάμιο και στον Μάνο Χατζιδάκι.
Η εταιρεία τον παρέπεμψε, στον ήδη γοητευμένο από μελοποιημένη ποίηση,
Χατζιδάκι. Ο συνθέτης, δέχεται να το ενορχηστρώσει, στη πρώτη του λυρική
εκτέλεση. Επιλέγοντας δική του φωνή (Νανά Μούσχουρη). Το αποτέλεσμα δεν ήταν το
ζητούμενο, και δεν άρεσε ούτε στον Θεοδωράκη, ούτε στον Ρίτσο. Κι έτσι, ο Μίκης
Θεοδωράκης κάνει τη δική του ενορχήστρωση σε ερμηνεία Γρηγόρη Μπιθικώτση και
εκτέλεση Μανόλη Χιώτη. Αυτή η εκτέλεση θα μπει σε όλα τα στόματα και θα
αποχαιρετήσει νεκρούς (Γρηγόρης Λαμπράκης) και μαζί με το έτερο ποίημα του
Γιάννη Ρίτσου, Ρωμιοσύνη, θα εμπνεύσει για καινούργιους αγώνες. (Πηγή: Βικιπαίδεια. Για περισσότερες πληροφορίες ενδεικτικά και στο: "Για τη μελοποίηση του ποιήματος "Επιτάφιος" του Γιάννη Ρίτσου από τον Μίκη Θεοδωράκη")
Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για τον Γιάννη Ρίτσο και εδώ: Ο «Επιτάφιος»του Γ. Ρίτσου και 20 εικαστικά εμπνευσμένα από τον πόνο της Μάνας, Γιάννης Ρίτσος - Μέρα Μαγιού γεννήθηκες και στην επίσημη ιστοσελίδα του ποιητή της Ρωμιοσύνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου