Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

Ástor Piazzolla: ο συνθέτης του nuevo tango


Ο Άστορ Πιατσόλα (στα ισπανικά Ástor Piazzolla, 11 Μαρτίου 1921 στο Μαρ ντελ Πλάτα, Αργεντινή – 4 Ιουλίου 1992 στο Μπουένος Άιρες) θεωρείται ο πιο σημαντικός συνθέτης του τάγκο κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Οι συνθέσεις του έφεραν επανάσταση στο παραδοσιακό τάγκο, ενσωματώνοντας σ' αυτό στοιχεία τζαζ και κλασικής μουσικής, και δημιούργησαν το nuevo tango (νέο τάγκο). Ήταν επίσης εξαίρετος μπαντονεονίστας και συχνά ερμήνευε τις συνθέσεις του με διάφορα μουσικά σχήματα. Στην Αργεντινή είναι γνωστός ως «El Gran Ástor» («ο Μέγας Άστορ»).[1]

Τον Ιούλιο του 1989, λίγα χρόνια πριν το θάνατό του, ο Piazzolla έδωσε μια συνέντευξη στο Χιλιανό δημοσιογράφο Gonzalo Saavedra. Παρακάτω ακολουθεί ένα απόσπασμα από εκείνη τη συνέντευξη (η απόδοση στα ελληνικά είναι δική μου). Ολόκληρη τη συνέντευξη, στα ισπανικά και τα αγγλικά, μπορείτε να τη βρείτε στη διεύθυνση: http://www.piazzolla.org/interv/index.html

 


Astor Piazzolla: Ένα θλιμμένο, σύγχρονο και συνειδητοποιημένο tango


Στην τελευταία του επίσκεψη στη Χιλή, τον Ιούλιο, 1989, ο Piazzolla παραχώρησε αυτή τη συνέντευξη. Είναι μία από τις τελευταίες μαρτυρίες για τη δική του μοναδική ποιητική της μουσικής.

Το tango δεν υπάρχει πια, έλεγε. Υπήρχε πολλά χρόνια πριν, μέχρι το 1955, «όταν το Μπουένος Άιρες ήταν ένας τόπος όπου οι άνθρωποι φορούσαν το tango, περπατούσαν το tango, όπου υπήρχε μυρωδιά του tango σε ολόκληρη την πόλη. Αλλά όχι σήμερα. Σήμερα αυτή η μυρωδιά είναι πιθανότερο να έρχεται από το rock ή το punk. Το σύγχρονο tango είναι απλώς μια νοσταλγική και θολή απομίμηση αυτών των εποχών. Το tango είναι σαν τον [τότε Πρόεδρο Raul] Alfonsin: πεθαίνει.» Όχι το tango του Piazzolla, φυσικά. «Το tango μου όντως συναντά το παρόν.»

Εκείνη την Κυριακή, ο Piazzolla ήταν σπινθηροβόλος, χαρούμενος, μόλις είχε ξυπνήσει από έναν υπνάκο μετά από ένα μεγαλοπρεπές δείπνο από θαλασσινά και «από αυτά τα υπέροχα κρασιά που έχετε», στο Mercado Central (Κεντρική Αγορά) στο Σαντιάγο. Φορούσε κόκκινες πιτζάμες, και δεν ήθελε να φωτογραφηθεί. Αλλά ήθελε να μιλήσει.

Ήθελε να πει πώς ξεκίνησε με την τέχνη της σύνθεσης, πώς αγάπησε τη μουσική και πώς το υπερασπίστηκε· πώς η Nadia Boulanger, η καθηγήτριά του στο Παρίσι, τον βοήθησε να ανακαλύψει ότι το στιλ του ήταν στο tango, και όχι στο «Ευρωπαϊκό στιλ» μουσικής που έγραψε μέχρι τη δεκαετία του 1950. Πώς ήταν ενοχλημένος («me da mucha bronca») που ήταν γνωστός μόνο για το «Balada para un loco» (Μπαλάντα για έναν τρελό). «Κάποτε μια κυρία με ρώτησε: “Μαέστρο Piazzolla, εκτός από την Μπαλάντα… τι άλλο έχετε γράψει;” Και ήθελα να σκοτώσω  αυτή τη γυναίκα…».

Ήθελε να πει πώς ήταν γεμάτος δεσμεύσεις: ένα κουαρτέτο εγχόρδων, ένα κουαρτέτο κιθαρών, ένα κουιντέτο πνευστών, όλα για Αμερικανούς μουσικούς. «Είμαι σαν σουπερμάρκετ μουσικής», αστειεύτηκε. Πώς η ζωή του θα μπορούσε να ειδωθεί σαν ένα μόνο tango, ένα πολύ «porteno» (του Μπουένος Άιρες) και θλιβερό tango. «Όχι επειδή είμαι θλιμμένος. Καθόλου. Είμαι ένας χαρούμενος άνθρωπος, μου αρέσει να δοκιμάζω ένα καλό κρασί, μου αρέσει να τρώω καλά, μου αρέσει να ζω, επομένως δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να είναι θλιβερή η μουσική μου. Αλλά η μουσική μου είναι θλιβερή, επειδή το tango είναι θλιβερό. Το tango είναι θλιβερό, δραματικό, αλλά όχι απαισιόδοξο. Απαισιόδοξοι ήταν οι παλιοί, ανόητοι στίχοι των tango




«ΤΟΤΕ, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΣΠΟΥΔΑΖΕΙΣ;»

Όταν ήταν μικρός, ενώ ζούσε στη Νέα Υόρκη, άρχισε να σπουδάζει μπαντονεόν και είχε την ευκαιρία να παίξει – στα 13 – με τον Carlos Gardel, τον θρυλικό τραγουδιστή του tango. Ως έφηβος, επέστρεψε στο Μαρ ντελ Πλάτα (Αργεντινή) και μετά από κάποιες απογοητευτικές σπουδές Λογιστικής, αποφάσισε να αφιερώσει τον εαυτό του ολοκληρωτικά στη μουσική. Ήταν βαθιά ερωτευμένος με αυτό και ήξερε ότι η απόφασή του ήταν οριστική: «Η μουσική», είπε, «είναι πάνω από τη γυναίκα, γιατί μπορείς να χωρίσεις με τη γυναίκα, όχι όμως με τη μουσική. Από τη στιγμή που θα την παντρευτείς, αυτή είναι η παντοτινή σου αγάπη, και πηγαίνεις στον τάφο μαζί της.»

Εκείνη την περίοδο δούλευε παίζοντας μπαντονεόν «σε κάθε καμπαρέ του Μπουένος Άιρες» και επίσης ξεκίνησε να συνθέτει. Τόλμησε να συστήσει τον εαυτό του στον πιανίστα Arthur Rubinstein –που τότε ζούσε στο Μπουένος Άιρες – και του έδειξε ένα δικό του κομμάτι. «Ήταν ένα τόσο απαίσιο έργο», θυμάται ο Piazzolla, «που είπα ότι είχα συνθέσει ένα «κονσέρτο για πιάνο», αλλά δεν είχα γράψει κανένα μέρος για ορχήστρα». Παρόλ’ αυτά, επέμεινε να το διαβάσει ο Rubinstein, και «καθώς έπαιζε στο πιάνο, συνειδητοποίησα την ανοησία που είχα κάνει. Έπαιξε μερικά μέτρα και με κοίταξε. Και ξαφνικά λέει: “Σου αρέσει η μουσική;” “Ναι, μαέστρο”, απάντησα. “Τότε, γιατί δεν σπουδάζεις;”»

Ο Πολωνός πιανίστας κάλεσε τον φίλο του, τον Αργεντινό συνθέτη Alberto Ginastera, και του είπε ότι είχε έναν νεαρό άντρα που ήθελε να μάθει. Το επόμενο πρωί, ο Ginastera, που τότε ξεκινούσε να παρουσιάζει τα έργα που θα τον έκαναν διάσημο, είχε τον πρώτο του μαθητή μπροστά στο πιάνο· και ο Piazzolla, τον πρώτο του δάσκαλο σύνθεσης.

«Ήταν σαν να πηγαίνεις στο σπίτι της κοπέλας σου», θυμήθηκε νοσταλγικά ο Piazzolla. «Αποκάλυπτε σε μένα το μυστήριο της ορχήστρας, μου έδειξε τις παρτιτούρες του, με έκανε να αναλύσω τον Stravinsky. Μπήκα στον κόσμο της “Ιεροτελεστίας της Άνοιξης”. Το έμαθα νότα προς νότα…» Τα μαθήματα διήρκεσαν έξι χρόνια. Ο Piazzolla έμαθε να συνθέτει «σαν τρελός».

-Έγινα μια «αυτο-μεγαλοφυΐα». Ένιωθα άσχημα για το tango, το είχα εγκαταλείψει. Αντίθετα, ήμουν ένας συνθέτης που έγραφε συμφωνίες, ουβερτούρες, κονσέρτα για πιάνο, μουσική δωματίου, σονάτες. Ξεπετούσα χιλιάδες νότες ανά δευτερόλεπτο.

-Και πώς ήταν η μουσική του Piazzolla σε αυτό…;

-Περίμενε, περίμενε! Τώρα αρχίζει η ιστορία. Τότε έγραφα, έγραφα για δέκα χρόνια… μια μέρα, το 1953, ο Ginastera τηλεφώνησε για να μου πει ότι υπήρχε ένας διαγωνισμός με βραβείο για νέους συνθέτες. Δεν ήθελα να δηλώσω συμμετοχή, γιατί μεταξύ των συμμετεχόντων θα ήταν οι «καλύτεροι», της εποχής, αλά τελικά έστειλα ένα έργο με τον τίτλο «Sinfonietta». Όταν έγινε η πρεμιέρα, οι κριτικοί μου έδωσαν το βραβείο για το καλύτερο έργο της χρονιάς. Και η Κυβέρνηση της Γαλλίας μου έδωσε μια υποτροφία για να σπουδάσω με τη Nadia Boulanger στο Παρίσι.

Τίποτα δεν ήταν το ίδιο  στη ζωή του Piazzolla μετά από εκείνη τη στιγμή. Επειδή έπρεπε να πάει στο Παρίσι για να μάθει από μια Γαλλίδα ποιος ήταν.

-Όταν τη συνάντησα, της έδειξα τα κιλά από τις συμφωνίες και τις σονάτες. Άρχισε να τα διαβάζει και ξαφνικά διατύπωσε μια απαίσια φράση: «Είναι πολύ καλά γραμμένα». Και σταμάτησε, με μια μεγάλη παύση, στρόγγυλη σαν μια μπάλα ποδοσφαίρου. Μετά από αρκετή ώρα, είπε: «Εδώ είσαι σαν τον Stravinsky, σαν τον  Bartok, σαν τον Ravel, αλλά ξέρεις τι συμβαίνει; Δεν μπορώ να βρω τον Piazzolla μέσα σ’ αυτό». Και άρχιε να ερευνά την προσωπική μου ζωή: τι έκανα, τι έπαιξα και τι δεν έπαιξα, αν ήμουν ελεύθερος, παντρεμένος ή ζούσα με κάποια, ήταν σαν πράκτορας του FBI! Και ντρεπόμουν να της πω ότι ήμουν ένας μουσικός του tango. Τελικά, είπα «Παίζω σε ένα “νυχτερινό κέντρο”. Δεν ήθελα να πω “καμπαρέ”. Και απάντησε: Νυχτερινό κέντρο, mais oui, αλλα΄αυτό είναι καμπαρέ, έτσι δεν είναι;» «Ναι», είπα, και σκέφτηκα «Θα χτυπήσω αυτή τη γυναίκα στο κεφάλι με το ραδιόφωνο…» Δεν ήταν εύκολο να της πεις ψέματα.




ΜΙΑ «ΤΑΓΚΟΠΟΙΗΜΕΝΗ» ΦΟΥΓΚΑ

Συνέχισε να ρωτάει: --Λες ότι δεν είσαι πιανίστας. Τι όργανο παίζεις, τότε;» Και δεν ήθελα να της πω ότι έπαιζα μπαντονεόν, γιατί σκέφτηκα, «Τότε θα με πετάξει από τον τέταρτο όροφο». Τελικά, ομολόγησα και μου ζήτησε να της παίξω μερικά μέτρα από ένα δικό μου tango. Ξαφνικά άνοιξε τα μάτια της, πήρε το χέρι μου και μου είπε: «Ηλίθιε, αυτό είναι Piazzolla!». Και πήρα όλη τη μουσική που συνέθεσα, δέκα χρόνια από τη ζωή μου, και τα έστειλα στο διάολο σε δυο δευτερόλεπτα.

Η Nadia Boulanger με έκανε να σπουδάσω για 18 μήνες – «με βοήθησε σαν να ήταν 18 χρόνια» – μόνο τετραμερή αντίστιξη. «Μετά από αυτό», του έλεγε, «θα γράφεις ένα κουαρτέτο εγχόρδων σωστά. Θα μάθεις εδώ, πραγματικά θα μάθεις…»

-Μου δίδαξε να πιστεύω στον Astor Piazzolla, να πιστεύω ότι η μουσική μου δεν ήταν τόσο κακή όσο νόμιζα. Σκεφτόμουν ότι ήμουν εντελώς άχρηστος γιατί έπαιζα tango σε καμπαρέ, αλλά είχα κάτι που λεγόταν στιλ. Ένιωθα ένα είδος απελευθέρωσης από τον ντροπιαστικό μουσικό tango που ήμουν. Ξαφνικά ελευθερώθηκα και είπα στον εαυτό μου: «Λοιπόν, θα πρέπει να συνεχίσεις να ασχολείσαι μ’ αυτή τη μουσική, τότε».

-Παρόλ’ αυτά, δεν θέλατε να εγκαταλείψετε το τονικό σύστημα, όπως τόσο πολλοί συνθέτες της γενιάς σας…

-Μα ναι, απολύτως… – σκέφτηκε για λίγο και μετά θυμήθηκε ξανά την καθηγήτριά του – η Nadia δεν αγαπούσε τη σύγχρονη μουσική. Θυμάμαι ότι μου είπε κάποτε: «Ένας από τους μαθητές μου με κάλεσε χθες το βράδυ σε μια πρεμιέρα ενός από τα έργα του [ήταν ο πολύ νέος τότε Pierre Boulez]. Ευτυχώς στο δεύτερο μέρος έπαιξαν Monteverdi!» Μόνο αυτό – γέλασε –. Έτσι ήταν εκείνη: κατηγορηματική. Πραγματικά τη φοβόμουν, γιατί ήξερε απολύτως τα πάντα. Επρόκειτο να έρθω στο Μπουένος Άιρες και της έστειλα έναν από τους δίσκους που έφτιαξα. Μου έγραψε ένα πολύ όμορφο γράμμα που μου έλεγε ότι είχε ήδη ακούσει τη μουσική μου σε ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα και ότι ήταν πολύ περήφανη για μένα.

-Κι εσείς, έχετε μαθητές που να σας κάνουν περήφανο; Υπάρχουν μουσικοί που θεωρούνται μαθητές σας, που ακολουθούν το στιλ σας;

-Λέω: Αφήστε τους όλους να το κάνουν για τον εαυτό τους. Αν γράφουν σαν εμένα, τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς. Αν μπορούν να ακολουθήσουν αυτό το στιλ του tango, αυτόν τον τρόπο ζωής που έχω στη μουσική, τότε οκ. Αλλά το κύριο στιλ μου είναι που έχω σπουδάσει. Αν δεν το είχα κάνει, δεν θα έκανα αυτό που κάνω, αυτό που έχω κάνει. Γιατί όλοι νομίζουν ότι το να γράψεις ένα «μοντέρνο tango» είναι να κάνεις φασαρία, να κάνεις παράξενες σκέψεις, και όχι, δεν είναι αλήθεια! Πρέπει να πας λίγο πιο βαθιά, και μπορείς να δεις πως ότι κάνω είναι πολύ περίτεχνο. Αν κάνω μια φούγκα με τον τρόπο του Bach, θα είναι πάντα «ταγκοποιημένη».


[…]









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου