Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα: Η Ελληνίδα που σπούδασε ζωγραφική μεταμφιεσμένη σε άντρα


Φωτογραφία της Ελένης Μπούκουρα-Αλταμούρα

Η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα (Σπέτσες, 1821 – Σπέτσες, 19 Μαρτίου 1900) ήταν Ελληνίδα ζωγράφος του 19ου αιώνα, της οποίας η τραγική ζωή έγινε το θέμα ενός μυθιστορήματος, του Ελένη ή ο κανένας της Ρέας Γαλανάκη, και ενός θεατρικού έργου.

Η Μπούκουρα-Αλταμούρα ήταν κόρη του καπετάν Γιάννη Μπούκουρα ή Μπούκουρη, του μετέπειτα πρώτου θεατρώνη της Αθήνας. Παιδί ακόμα, έκλεβε αποκέρια και ζωγράφιζε φίλες της που της πόζαραν στην αυλή του παρθεναγωγείου. Ο πατέρας της, αναγνωρίζοντας το ταλέντο της, προσέλαβε δάσκαλο στο σπίτι τον καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών, Ραφαέλο Τσέκκολι. Με συστατική επιστολή του, η Ελένη έφυγε στην Ιταλία το 1848 για σπουδές.

Στην Ιταλία, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στην Νεάπολη, στην Ρώμη και ίσως στην Φλωρεντία, μεταμφιεσμένη σε άντρα. Ερωτεύθηκε τον ιταλό ζωγράφο και γαριβαλδινό επαναστάτη Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα (Franceso Saverio Altamura) και απέκτησε μαζί του τρία εξώγαμα παιδιά: τον Ιωάννη, την Σοφία και τον Αλέξανδρο. Προκειμένου να νομιμοποιήσει την σχέση της με τον Αλταμούρα, ασπάστηκε τον καθολικισμό και τον παντρεύτηκε. Όμως, το 1857 ο σύζυγός της την εγκατέλειψε και έφυγε με την ερωμένη του, την αγγλίδα φίλη της ζωγράφο Τζέιν Μπένμαν Χέυ (Jaine Benhman Hay), παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους, τον Αλέξανδρο.

Η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε κατόπιν στην Ελλάδα με τον Ιωάννη και την Σοφία, και άρχισε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής σε κοπέλες της Αθήνας. Όμως, το 1872 αρρώστησε από φυματίωση η κόρη της και αναγκάστηκε να πάει στο σπίτι του αδελφού της στις Σπέτσες προκειμένου να αλλάξει αέρα το άρρωστο παιδί της. Τελικά, η Σοφία πέθανε στα τέλη του 1872 σε ηλικία μόνον 18 ετών. Μετά τον θάνατο της κόρης της, η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε στην Αθήνα.

Το 1876 ο γιος της και ανερχόμενος ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη και επέστρεψε στην Αθήνα γεμίζοντας με χαρά την χαροκαμένη μητέρα. Όμως η χαρά της διήρκεσε πολύ λίγο· ο Ιωάννης προσβλήθηκε και αυτός από φυματίωση και πέθανε τον Μάιο του 1878. Η απώλεια των δύο νέων προκάλεσε νευρικό κλονισμό στην μητέρα τους και την οδήγησε στην τρέλα. Σε ηλικία 60 ετών περίπου, η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε στις Σπέτσες, όπου και πέθανε σχεδόν άγνωστη το 1900. Kηδεύτηκε στο κοιμητήριο της Aγίας Άννας στις Σπέτσες, αλλά αργότερα, τα οστά της, όπως και εκείνα της Σοφίας και του Ιωάννη, μεταφέρθηκαν από τους απογόνους της στο A΄ Nεκροταφείο Αθηνών σε κοινό τάφο της οικογενείας Mπούκουρα-Aλταμούρα.


Φημολογείται πως πριν πεθάνει έκαψε όλα — ή σχεδόν όλα — τα ζωγραφικά της έργα, αν και κατά μία εκδοχή τα έργα της καταστράφηκαν από συγγενείς της που καθάρισαν το σπίτι της μετά τον θάνατό της.[1]

Ελένη Μπούκουρα - Αλταμούρα, Απόγνωση
Στο μυθιστόρημά της η Ρέα Γαλανάκη συνδυάζει το ιστορικό και βιογραφικό υλικό με καθαρά μυθοπλαστικά στοιχεία, στην απόπειρά της να εκφράσει τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τα όνειρα μιας καλλιτεχνικής προσωπικότητας που αντιμετωπίζει θαρραλέα τις κοινωνικές προκαταλήψεις, αλλά νικιέται από την τραγική μοίρα της. Το απόσπασμα που ακολουθεί αναφέρεται στην εποχή της νεότητας της Ελένης, όταν μαζί με τον πατέρα της, παλιό Σπετσιώτη καπετάνιο και αργότερα θεατρώνη της Αθήνας, φτάνει στην Ιταλία και ντύνεται με αντρικά ρούχα, για να μπορέσει να γίνει δεκτή στη Σχολή των Ναζαρηνών ζωγράφων:
Έξω από τη Νάπολη κρύφτηκα σε μια συστάδα από πικροδάφνες και συκιές, που θέριευαν αντλώντας από τα χαλάσματα μιας αγροικίας. Εκεί άλλαξα. Είχα αγοράσει ένα αντρικό σκούρο κουστούμι, ακριβώς σαν εκείνα που φορούσανε οι κομψοί νέοι της πόλης. Τόνισα τη σοβαρότητα του χρώματος και των προθέσεών μου, συντάσσοντας με το σκούρο χρώμα του ένα πουκάμισο από λευκή φίνα βατίστα.[2] Έκανε ζέστη, μα καθώς τρέμοντας ντυνόμουν, γύρισα να κοιτάξω ποιοι βρίσκονταν μάρτυρες στη μεταμόρφωσή μου. Επισήμανα της θάλασσας το μπλάβο, το κεραμιδί και το ωχρό της πολιτείας πιο πέρα, το κοντινό μου πράσινο και το φαιό, το φωτεινό ουρανί και το φλύαρο των ασπροκίτρινων χαμομηλιών. Φιλάρεσκα έδεσα ένα μεταξωτό φουλάρι στον λαιμό μου ρόδο με ελάχιστο γαλάζιο, ανταύγεια νερών όταν πλαγιάζει ο ήλιος. Φόρεσα τις δερμάτινές μου μπότες και διόρθωσα την καμπύλη της ασημένιας μου καδένας. Στην άκρη της κρεμότανε ένα ρολόι. Το κοίταξα. Μετέωρη, εύθραυστη, σημαδεμένη μού έδειξε την ώρα. Στερέωσα ένα καθρεφτάκι στα κλαδιά, για να δω να βάλω πάνω στα κουρεμένα μου μαλλιά ένα αντρικό καπέλο. Κοίταξα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Η παρθένος ζωγράφος απουσίαζε, έχοντας φαίνεται ξεκινήσει για να επιστρέψει στην αττική Ανατολή, όπου ανήκε. Υποσχέθηκα να μην ξεχάσω τη μορφή της, ούτε καν με εκείνο το πολύ λίγο, που ξεχνάνε οι γυναίκες. Όμως τώρα να τρέξει, να πάει στον Τσέκολι[3] μαντάτα για τις εξελίξεις της φιλτάτης του πατρίδας. Ακόμη να του πει ότι η μαθήτριά του δε φοβόταν, κι ότι, καθώς ντυνόταν, για να μεταμορφωθεί από γυναίκα σε άντρα, άκουγε τα λόγια και τις διδαχές του ένα μελίσσι γύρω της. Κι ότι μάντευα, όπως δύναται να μαντεύει κάποιος τέτοιαν ώρα, πως εκτός από το ζήτημα της τέχνης, η υπεσχημένη γη θα άφηνε πάνω μου ανεξίτηλα τα ίχνη της ζωής. Ήδη πάσχιζα να σκεφτώ σαν άντρας. Ήδη είχα μιλήσει με το εγώ.[4]

Ελένη Αλταμούρα - Μπούκουρα, Αυτοπροσωπογραφία (με στολή μοναχού)



[2] φίνα βατίστα: ύφασμα εξαιρετικής ποιότητας
[3] Ραφαέλο Τσέκολι: Ιταλός ζωγράφος, αρχαιολόγος και γιατρός που βρήκε άσυλο στην Ελλάδα, διωγμένος από το Βασίλειο των δύο Σικελιών· ήταν ο πρώτος δάσκαλος ζωγραφικής της Ελένης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου