Το προξενιό και η προίκα αποτελούν δυο σημαντικούς
θεσμούς που συνδέονται με την τέλεση του γάμου. Οι θεσμοί αυτοί έχουν αποτελέσει
αντικείμενα μελέτης διάφορων επιστημονικών πεδίων (κοινωνική ανθρωπολογία,
εθνολογία, λαογραφία κλπ), αλλά και πηγή έμπνευσης των δημιουργών, ανώνυμων και
μη.
Το προξενιό ή
συνοικέσιο στην ελληνική κοινωνία ήταν, από αρχαιοτάτων χρόνων και μέχρι τα
μέσα του 20ου αιώνα, ο βασικός τρόπος γνωριμίας ενός ζευγαριού. Οι
γονείς των μελλονύμφων έπρεπε να έρθουν σε συμφωνία μεταξύ τους, συχνά μάλιστα
χωρίς τη συναίνεση των παιδιών τους. Το θέμα του προξενιού το συναντάμε στο
γνωστό δημοτικό τραγούδι «Του νεκρού αδερφού»:
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με
τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να
μην περνούμε.
- Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
- Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
- Βάλλω τον ουρανό
κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν
τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».
Σημαντικό ρόλο σε ένα συνοικέσιο έπαιζε ο
προξενητής ή (συνήθως) η προξενήτρα. Αποτελούσε τον μεσάζοντα ανάμεσα στις δύο
οικογένειες που επρόκειτο να συμπεθεριάσουν. Ο προξενητής αναλάμβανε, για
λογαριασμό της οικογένειας του υποψήφιου γαμπρού, να πείσει την οικογένεια της νύφης
ότι ο ενδιαφερόμενος πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να παντρευτεί την κοπέλα.
Στο παρακάτω
απόσπασμα από την ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη «Της κακομοίρας» παρακολουθούμε μια προξενήτρα του 20ου
αιώνα… σε δράση:
Φυσικά, το προξενιό δεν ήταν πάντοτε εύκολη
υπόθεση, ειδικά όταν ανάμεσα στους δύο μελλονύμφους υπήρχαν διαφορές (ταξικές,
οικονομικές, ηλικιακές κλπ). Εκεί ο προξενητής ή η προξενήτρα έπρεπε να βάλουν
όλη την τέχνη τους, προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους:
Συχνά μια
οικογένεια αναλάμβανε να αποκαταστήσει και άλλα πρόσωπα του στενού
περιβάλλοντος, όπως κάποια συγγενή ή κάποια ψυχοκόρη ή υπηρέτρια, για την οποία
ήταν υπεύθυνη.
Στράτης Μυριβήλης, «Η παρακόρη»
Τη λέγανε Παγώνα. Μάνα πατέρα δε θυμόταν. Από τα μικράτα της, παρακόρη1
του γιατρού. Τήνε πήραν από το προσφυγικό τ' ορφανοτροφείο, μωρό πράμα. Στα
χέρια τους μεγάλωσε. Σα δούλα και σαν ψυχοκόρη2. Πάντα της κουτόφερνε. Γελούσε
με το τίποτα και χτυπούσε τις φαρδιές της παλάμες στα γόνατα. Και σαν τέλειωνε
την δουλειά της και λείπανε τ' αφεντικά από το σπίτι, έπιανε σπουδαίο
κουβεντολόι με τα μωρά της γειτονιάς. Μωρουδίστικες κουβέντες.[...]
Μια μέρα η γιατρούδαινα πήγε κοντά της, την πήρε με το καλό, τη
χάιδεψε. Από 'δώ την είχε, από κει την είχε την κατάφερε να μιλήσει.
- Εγώ είμαι μάνα σου Παγώνα, εγώ 'μαι ο δικός σου άνθρωπος. Σα δεν ανοίξεις
την καρδιά σου σε μένα σε ποιον; Έλα πες μου. Τ' είναι που έχει, μαθές, τώρα —
τώρα και βυθίζεσαι έτσι;
Στο τέλος η Παγώνα γέλασε με τα παχιά κατακόκκινα χείλια της. Άρχισε να
σκαλίζει με τα δέκα της δάχτυλα τη χοντρή κοτσίδα που κρεμότανε πάνω στο
φουσκωμένο κόρφο της. Είπε, κοιτάζοντας πάντα τα δάχτυλά της:
- Χιχιχι!... Να, μαθές. Πότε, λέγου, θα μ' αρρεβωνιάσετε πια κι
εμένα;... Χιχί!
Ο λόγος δεν ήταν στα μπόσικα5. Γιατί πολλές φορές, από τότες που άρχισε
πια να κοπελλώνει6 η Παγώνα, η γιατρούδαινα της το 'πε και το ξανάπε:
- Εσύ, κόρη μου, να κάθεσαι καλά και τίμια, και για τίποτα να μη
νιάζεσαι. Εγώ θα σε βγάλω στον κόσμο, εγώ θα σε προικίσω, εγώ θα σε γνοιαστώ μ'
ένα καλό παλληκάρι. Πρώτα την Αλέκα και καταπόδι σένα...
Το λοιπόν τώρα η Παγώνα γύρευε το δικό της.
Της γιατρούδαινας όμως δεν της καλόρθε η κουβέντα. Δεν μπορούσε να το
χωνέψει, πως θα γινότανε ν' απομείνει το σπίτι της χωρίς Παγώνα. Βέβαια πως
κάποτε θα γινότανε κι αυτό. Όμως πιο βολικά ερχότανε να μην το συλλογιέται.
Συνήθισε σιγά - σιγά σε τούτη τη σκέψη, πως η Παγώνα ήτανε προορισμένη να
γεράσει έτσι κοντά τους, στη δούλεψή τους. Τι της έλειπε; Όλα τα καλά τους,
δικά της. Κι ύστερα ήτανε κι ο γάμος της Αλέκας. Θα την έπαιρνε κοντά της, να
την έχει για τα παιδιά που θα 'ρθουνε. Γι' αυτό δαγκάστηκε με το λόγο της
παρακόρης. Απόμεινε κάμποσο να τη βλέπει, ύστερα είπε μουδιασμένα:
- Εμ θα 'ρθει κι η δική σου η αράδα, Παγώνα. Λες πια να μην έρθει;
Η Παγώνα σήκωσε ολόφεγγο το στρογγυλό πρόσωπό της:
- Χιχί... Αμ' πότε, για, θείτσα μ'; Πότε πια;
- Μόνο κι εύρουμε ένα καλό
παλληκάρι, Παγώνα... Ένα καλό κι άξιο παλληκάρι, να σε στεφανώσουμε και σένα...
[…]
Σε κάθε περίπτωση, η ημέρα συνάντησης των δυο
οικογενειών ήταν έντονα φορτισμένη και ιδιαιτέρως αμήχανη. Στο παρακάτω
απόσπασμα από την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Το προξενιό της Άννας»
παρακολουθούμε τη συνάντηση του υποψήφιου γαμπρού με την οικογένεια της Άννας, της
ψυχοκόρης:
Απαραίτητη προϋπόθεση
για την τέλεση του γάμου ήταν η προίκα της νύφης. Η γυναίκα, που τα παλαιά
χρόνια δεν εργαζόταν, συνεισέφερε στα οικονομικά του νέου σπιτιού με τον
επίδοση της προίκας στο σύζυγό της για το ξεκίνημα της νέας οικογένειας. Η
προίκα μπορεί να ήταν ακίνητη περιουσία (σπίτια, χωράφια κλπ), ζώα, χρήματα,
τιμαλφή, αλλά και μαγειρικά σκεύη, λευκά είδη κλπ, οτιδήποτε δηλαδή ήταν απαραίτητο για ένα νέο σπιτικό. Όσο μεγαλύτερη προίκα είχε μια κοπέλα, τόσο πιο
περιζήτητη θεωρούνταν. Κι αν μάλιστα ήταν νέα και όμορφη, τότε οι
διαπραγματεύσεις για το γάμο της μπορεί να κρατούσαν πολύ καιρό, όπως φαίνεται
και από το παρακάτω απόσπασμα του δημοτικού τραγουδιού, με τον τίτλο: «Της νύφης
που κακοπάθησε».
Ελένη προξενολογούν, Ελένη κάνουν νύφη.
Μήνες τση τάζουν τα προικιά και χρόνους τ' αντιπροίκια.
Τση τάζει κι ο πατέρας της κάτεργ' αρματωμένα,
τση τάζουν και τ' αδέρφια της καράβια φορτωμένα,
τση τάζει κι η μανούλα της κρυφά δέκα χιλιάδες,
Μήνες τση τάζουν τα προικιά και χρόνους τ' αντιπροίκια.
Τση τάζει κι ο πατέρας της κάτεργ' αρματωμένα,
τση τάζουν και τ' αδέρφια της καράβια φορτωμένα,
τση τάζει κι η μανούλα της κρυφά δέκα χιλιάδες,
χρυσό θρονί να κάθεται, χρυσό μήλο να παίζει.
Για την επικύρωση της συμφωνίας ανάμεσα στις δυο
οικογένειες των μελλονύμφων συντασσόταν το προικοσύμφωνο, παρουσία μαρτύρων ή,
αργότερα, συμβολαιογράφου. Ο θεσμός του προικοσύμφωνου καταργήθηκε επίσημα το
1983.
Παρόλο που τα νιάτα, η ομορφιά, η νοικοκυροσύνη και
η καταγωγή της νύφης αποτελούσαν τα βασικά κριτήρια επιλογής, δεν έλειπαν και
οι περιπτώσεις που οι υποψήφιοι γαμπροί αποσκοπούσαν περισσότερο στην προίκα
που θα λάμβαναν για το γάμο. Αυτοί ήταν οι λεγόμενοι προικοθήρες και δεν
δίσταζαν να συνάψουν γάμο με κάποια πλούσια γυναίκα, μόνο και μόνο για να
εξασφαλιστούν, ακόμα κι αν η γυναίκα αυτή ήταν μεγάλης ηλικίας και διόλου
εμφανίσιμη.
Στο παρακάτω
απόσπασμα από την ταινία του Ντίνου Δημόπουλου «Η νεράιδα και το παλικάρι» παρακολουθούμε
τη σύνταξη ενός προικοσυμφώνου αλλά και την αντίδραση ενός γαμπρού, που οι
γονείς του θέλουν να τον παντρέψουν με μια πολύφερνη νύφη:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου