Η 8η Μαρτίου έχει καθιερωθεί ως
Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας. Με την ευκαιρία της σημερινής γιορτής, ας ανατρέξουμε
σε ένα γνωστό λογοτεχνικό έργο κι ας παρατηρήσουμε πώς ο συγγραφέας του
παρουσιάζει τη θέση της γυναίκας στην εποχή του.
Πρόκειται για τη νουβέλα «Η τιμή και το χρήμα» του
Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Ο Θεοτόκης ήρθε σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες και
το έργο του διακρίνεται για τους κοινωνικούς προβληματισμούς του.[1] Παράλληλα
υποστήριξε το κίνημα για τη χειραφέτηση των γυναικών.[2] Οι
προβληματισμοί αυτοί αποτυπώνονται και στο συγκεκριμένο βιβλίο. Ο Αντρέας,
γόνος ξεπεσμένων οικονομικά ευγενών, ζητάει σε γάμο την αγαπημένη του Ρήνη,
διεκδικώντας όμως μεγάλη προίκα. Μετά την άρνηση της μητέρας της Ρήνης, της σιόρα-Επιστήμης,
ο Αντρέας κλέβει τη Ρήνη και ζούνε μαζί. Καθώς τα οικονομικά του όμως είναι σε
κακή κατάσταση, ο Αντρέας εγκαταλείπει τη Ρήνη και πηγαίνει να δουλέψει. Στο
τέλος της νουβέλας η σιόρα-Επιστήμη δέχεται να δώσει την προίκα που ζήτησε ο
Αντρέας, ώστε να γίνει ο γάμος, η Ρήνη όμως αρνείται να εξαγοραστεί και
αποφασίζει να δουλέψει και να μεγαλώσει μόνη της το παιδί της.
Στα παρακάτω
αποσπάσματα θα παρακολουθήσουμε την απόφαση της Ρήνης να δουλέψει ως εργάτρια
στο εργοστάσιο της περιοχής, τη χειραφέτησή της και την απόφαση να αντιταχθεί
στην προδιαγεγραμμένη μοίρα των γυναικών:
Κεφάλαιο Ι’
[…]Εξεσκεπάστηκε· και στη μικρή τρεμάμενη λάμψη του
καντηλιού εκοίταζε η ίδια το κορμί της, τα μαρμαρένια της τα πλούσια τα στήθη,
τα ξανθά μαλλιά της που εχυνόνταν στους νώμους της σαν ποταμός χρυσός, και από
την κορφή ως τα πόδια όλα τα αρμονικά της σουσούμια, όλο το μέστωμα της νιότης.
Κ' εσκέφτηκε: «Δεν είναι άξιο της αγάπης του αυτό
το κορμί μου; και μπορεί να λησμονήσει τέλεια την τόση μου αγάπη; Μπορεί
αλήθεια να μη γνοιαστεί για τη ζωή μου, και νά 'μαι για πάντα ολότελα ξένη για
κείνον;» Και πάλι όμως μαύρες ιδέες εσκοτείνιασαν το νου της: Ω κι αν
εξαναρχότουν, κι αν την αγκάλιαζε, κι αν την περίσφιγγε με τα δυνατά του τα
μπράτσα, με την αγάπη την πρώτη, πού θα βρισκότουν πλια και η χαμένη η αρμονία,
αφού εμπόρεσε μία στιγμή να την αρνηθεί, σε μία δύσκολη στιγμή της ζωής,
αδιάφορο αν από φταίξιμό του ή όχι, ενώ τότες είχε μάλιστα το χρέος να
αγωνιστεί και να νικήσει κάθε ενάντιο; Μα είταν δεμένη για πάντα μ' εκείνον. «Ω
το ψωμί, το ψωμί!» είπε φοβισμένη. Και απάντησε του εαυτού της: «Όχι δε θα της
έλειπε μήτε εκείνο. Παληκαρίσια το πρωί θα επήγαινε να γυρέψει εργασία· θα τα
επατούσε τα παλιά τα συνήθια· περήφανη θα εφανερωνότουν μπροστά σ' όλους τους
ανθρώπους, γιατί τα χέρια της εμπορούσαν να την ζήσουν. Και θα τον επρόσμενε.
Κι ας μην ερχότουν α δεν ήθελε, ή και στο ύστερο ας την απαρατούσε για πάντα.
Για πάντα;» Και η μεγάλη της η αγάπη ξάφνου εξύπνησε τρομερή, τρυφερή,
απέραντη, μέσα στην καρδιά της, μέσα στην καρδιά της γυναικός πού 'χε δοκιμάσει
τα φλογερά αγκαλιάσματα, και εθυμήθηκε τα πλατιά του τα στήθη, όπου κάθε νύχτα
ακουμπούσε το ξανθό της κεφάλι! Τον ήθελε· τον ήθελε δικό της, μόνο δικό της,
και είταν τρομερό τυράγνιο για κείνην η ιδέα πως μία άλλη ημπορούσε να της τον
πάρει για το χρήμα. Όχι, τα χέρια του δεν τά 'χε ανάγκη για να τη ζήσουν· την
εζούσαν τα δικά της. Μα η αγάπη του της είταν τώρα τόσο χρειαστή, όσο και το
ίδιο της το αίμα που τ' άκουε μέσα της να βράζει. Όχι, δε θα της τον έπαιρνε
καμία· δε θ' άφηνε. Τι επείραζε αν επουλιότουν το χρεωμένο παλάτι, που κάτω από
τη σκέπη του τώρα όλη νύχτα εδερνότουν; Η καλοτυχία δε διαλέει μονάχα τα ψηλά
τα σπίτια, δεν περπατεί μόνο ανάμεσα σ' αρχόντους και σε πλούσιους. Ας
εχανότουν το σπίτι. Ό,τι θα εκέρδιζαν και οι δύο τους θά 'ταν αρκετό για να
ζήσουν, αφού, όπως τού 'χε πει, είχαν νιότη, δύναμη, υγεία, και αχ! την αγάπη.
Ας ξαναρχότουν μονάχα.
Κι αυτιάστηκε
πάλι τα πατήματα ενού διαβάτη στο δρόμο. Και από τη βιάση του βηματισμού
εκατάλαβε πως είταν ο φαναράς που εσβηούσε του καντουνιού το φανάρι. «Θα φέξει
σε λίγο» είπε παρηγορημένη. Κ' εκοίταξε τ' άλλο το μισό του κρεβατιού που είταν
άδειο και εδάκρυσε. Μα τώρα η καρδιά της είχε ησυχάσει. Μέσα σ' όλην την ταραχή
της νυκτός είχε αποφασίσει· και με καινούρια δύναμη αντιμετώπιζε πάλι τον αγώνα
της ζωής και με καινούριες ελπίδες ετοιμαζότουν να ζήσει. «Ω!» είπε, ενώ
εσηκωνότουν, ο άντρας της έπειτα από τες πρώτες μέρες θα συνήθιζε τη θέση του,
θα συνήθιζε να μην ντρέπεται την ξένη δουλειά, και θα της εξαναρχότουν τέτοιος
όπως τον είχε πρωτογνωρίσει το βράδι που αναθεμάτιζε τα πλούτη.
Κεφάλαιο ΙΑ’
Και τό 'καμε.
Αρματώθηκε με υπομονή, με καρτερία, με ελπίδα, και το ίδιο το πρωί εζήτησε
δουλειά στο εργοστάσιο που εγνώριζε, όπου εδούλευε πάντα η μάνα της. Κι αυτό το
τόλμημά της που εκαταφρονούσε τους πατροπαράδοτους και παράλογους θεσμούς, της
εφάνηκε πολύ ευκολότερο απ' ό,τι το φανταζότουν, κι ούτε ένα χείλι δε βρέθηκε
να την κατακρίνει για τούτο. Είταν φτωχιά κ' έπρεπε να δουλέψει. Και τώρα
επερνούσαν οι μέρες της ήσυχα· μα ο Αντρέας δεν ερχότουν. […]
Κεφάλαιο ΙΓ’
[…]Της είπε χαρούμενος, σα νά 'χε λησμονήσει στη
στιγμή ό,τι είχε κάμει τόσες μέρες: «Την Κυριακή στεφανωνόμαστε!» Αυτή του
χαμογέλασε. «Και πάει η φτώχεια» εξακολούθησε· «της αφήκαμε γεια! Η μάνα σου
εθύμωσε, μ' εβάρεσε, μα δεν πειράζει. Τα δίνει όλα όσα έχει· δε θα πάρω παρά τα
χίλια που χρειάζονται.»
Εκείνη εκοίταξε πονεμένη τα αδέρφια της, εκατέβασε
το βλέφαρο και δεν του αποκρίθηκε. «Γιατί δε χαίρεσαι;« την ερώτησε.
Κι αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο σπίτι ο γέροντας ο
Τρίνκουλος. 'Ετρεμε όλος, αχνός, λιγνός, φοβισμένος, με μάτια που το κρασί από
τόσα χρόνια τού τα' χε θολώσει. Μα τώρα ήταν ξενέρωτος κι εδάκρυζε. Είχε
ακούσει τα τελευταία τα λόγια του Αντρέα κι αγκάλιασε μ' αγάπη τη θυγατέρα του.
Κι εκεί δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. 'Ενα αναφιλητό βαρύ βαρύ του ετίναξε τα
στήθη κι εμούγκρισε για να μην ξεφωνίσει το κλάμα. Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος
εκοίταζε τα δύο πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν εξαιτίας του και που
τώρα δεν εμιλούσαν.
Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην
αγκαλιά του: «Σ' εδυστύχεψε!« Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη
γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια τον εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε:
«Έφταιξα· μα τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω στεφάνι. Εδώ τα κλειδιά
του κομού· είπε να μου τα δώκεις τα χίλι». «Και ξαναγοράζεις» του 'πε η Ρήνη
πικρά «και την αγάπη; Ω, τι έκαμες!» Κι εβάλθηκε να κλαίει.
«Την αγάπη;» ερώτησε αχνίζοντας. «και δεν την έχω;»
«Όχι!» του αποκρίθηκε «όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και
χωρίς αυτά δε μ' έπαιρνες· πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!» «Θα ξανάρθει»
της απολογήθηκε λυπημένος, «στη ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας θα' ναι
παράδεισος!» «Όχι!» του 'πε· «έπειτα απ' ό,τι έκαμες όχι! κι α σ' αγαπούσα, δε
θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Και σε μία στιγμή
ξακολούθησε: «Γιατί ν' αδικηθούν τα αδέρφια μου;» «Σ' εδυστύχεψε!» είπε πάλι
πικρά ο πατέρας, που τώρα ήταν ξενέρωτος. «Γιατί να μην τα δώσει από την αρχή
όπως τση τό 'πα; Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»
«Πάμε!» είπε ο Αντρέας. «'Οχι!» του 'πε μ' απόφαση·
«εδώ είναι ο χωρισμός μας· θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ' άλλους
τόπους· θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου
δώσει η μάνα γράμματα για να 'βρω αλλού εργασία· θα τα πάρει από τες κυράδες
της. 'Οχι, δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Κι έπειτα από μία
στιγμή σα ν' απαντούσε σε κάποια της σκέψη εξαναφώναξε: «Δεν έρχομαι, δεν
έρχομαι!»
Ο Αντρέας την
εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα 'ταν χαμένα. «Ανάθεμά τα τα
τάλαρα!» εφώναξε πάλι απελπισμένος. «Πάει η ευτυχία μου!» Κι εβγήκε στο δρόμο.
Σημείωση: Η νουβέλα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το
1984 υπό τον τίτλο: «Η τιμή της αγάπης», σε σκηνοθεσία της Τώνιας Μαρκετάκη.
Στο παρακάτω βίντεο ακούμε το ομώνυμο τραγούδι από τη Δήμητρα Γαλάνη, σε
μουσική Ελένης Καραΐνδρου και σε στίχους της σκηνοθέτιδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου